Πού είχαμε μείνει στο τέλος της πρώτης ταινίας; Στη σύλληψη του Σενσέι Σρέντερ, ο οποίος, στην έναρξη αυτής της ταινίας, πραγματοποιεί μια ασύλληπτη απόδραση κατά τη μεταφορά του σε νέα φυλακή υψίστης ασφαλείας. Μια πύλη ανοίγει και ο διαβόητος κακοποιός μεταφέρεται σε άλλη διάσταση και σύντομα επιστρέφει με το πιο δαιμόνιο σχέδιο κατάκτησης της πόλης. Συνεργάτης του, ο Κρανγκ, ένα εξωγήινο, υπερφιλόξοδο πλάσμα που δε διστάζει μπροστά σε τίποτα προκειμένου να περάσει στη διάστασή μας και τσιράκια του, δύο μικροαπατεώνες που γρήγορα μεταμορφώνονται σε μεταλλαγμένα ζώα, στην υπηρεσία του Σρέντερ. Τα Χελωνονιντζάκια με τις ιδιαίτερες προσωπικότητες θα συνεργαστούν για μια ακόμη φορά με τη σέξι δημοσιογράφο Eϊπριλ, τον διάσημο πια, εικονολήπτη Βερν Φένγουικ και έναν απρόσμενο νέο φίλο, τον Κέισι Τζόουνς, τον τιμωρό με τη μάσκα του χόκεϊ, προκειμένου να σώσουν την πόλη και να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη.

Οταν τον Οκτώβριο του 2014 γράφαμε εδώ στο Flix: «Κατά τα άλλα, το παιδικό σενάριο και το οριακά εφηβικό χιούμορ περιορίζουν την ταινία σε κοινό πολύ μικρών ηλικιών και δε στέκονται αντάξια της ποπ ιστορίας του αήττητου κουαρτέτου υπερφυσικών ερπετών» ήμασταν σχεδόν σίγουροι πως θα μπορούσαμε να επαναλάβουμε αυτούσια την παραπάνω φράση για οποιοδήποτε από τα σίκουελ που βλέπαμε να έρχονται ως ουρά σε αυτό το αχρείαστο reboot μιας μόδας που ξεπεράστηκε ήδη από τα 90s και ανακυκλώνεται – όπως όλα στο σημερινό Χόλιγουντ – με το έτσι θέλω ενός πετυχημένου (γιατί;) franchise.

Οπως εκείνη η πρώτη ταινία του 2014, έτσι και αυτή εδώ δεν προσθέτει τίποτα στο μύθο των χελωνονιντζακίων, εκτός από αρκετά κομμάτια πίτσας που τρώει ο Μικελάντζελο καθώς βυθίζεται σε ένα υπαρξιακό roller coaster για το πώς θα ήταν η ζωή του – και των αδελφιών του – αν δεν ήταν μεταλλαγμένα και μονίμως έφηβα χελωνονιντζάκια αλλά άνθρωποι και αντί για τις σκιές μπορούσαν να ζήσουν στο φως της ημέρας.

Μη νομίζετε... Ο υπαρξιακός πυρετός διαρκεί κάτι δευτερόλεπτα, αφού λειτουργεί μόνο ως μια πρόφαση για να υπάρχει κάτι σαν «μήνυμα» μέσα σε μια ταινία που στην πραγματικότητα δεν περιλαμβάνει τίποτα εκτός από μια νέα αποστολή για τους τέσσερις «ήρωες» - τόσο βαρετή και σαν να την έχεις ξαναδεί εκατομμύρια φορές που μετά από λίγη ώρα δεν προσέχεις πια τι συμβαίνει αλλά, όταν δεν κοιτάς το ρολόι σου και δεν σκέφτεσαι τις δόσεις της εφορίας, κοιτάς την Μέγκαν Φοξ που επιβιώνει του franchise σαν να μην βρίσκεται ήδη στη δεύτερη ταινία (και ακολουθούν κι άλλες).

Οταν, πάλι το 2014 γράφαμε πως «Η συμμετοχή των ανθρώπων στην ταινία είναι ακόμα χειρότερη…», δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε πως εδώ η απαραίτητη προσθήκη «είμαι σοβαρή ηθοποιός αλλά παίζω και σε καμία μαλακία να περνάει η ώρα» θα καλυφθεί από τη Λόρα Λίνεϊ και πως στο πλευρό της Μέγκαν Φοξ ο Στίβεν – Arrow – Αμελ θα λανσάρει τον Κέισι Τζόουνς...

Ας μιλήσουμε όμως για το «πλευρό της Μέγκαν Φοξ», που όπως όλα πάνω της δεν κινείται, ούτε χάνει το μακιγιάζ και την ομορφιά του, μια κούκλα αντίβαρο βαρέων βαρών στο μεταλλαγμένο (και χοντροκομμένο) σύμπαν των «αναγεννησιακών» (τρομάρα τους) πρωταγωνιστών.

Ενα σύμπαν φτιαγμένο από ούτε καν εφηβικά αστεία, αλλά από μια παιδική βαβούρα από αυτές που αν είχες παιδί θα ορκιζόσουν στο όνομα του mute, μια ανώδυνη αλλά όχι και λιγότερο επώδυνη σαχλαμάρα που ξοδεύει λεπτά από τη ζωή σου και θριαμβεύει στα ταμεία για να σε κάνει και σένα να αναρωτηθείς – υπαρξιακά πάντα – για το από που ερχόμαστε και που πηγαίνουμε και κυρίως γιατί δεν μπορούμε - μέσα σε όλα αυτά τα πέρα δώθε - να διατηρούμε ανέπαφο αυτό το αγέρωχα σέξι της Μέγκαν Φοξ.