Δυναμική ξανθιά πρωτευουσιάνα αποφασίζει να διεκδικήσει έναν άντρα που συναντά σε pet shop του Σαν Φρανσίσκο και τον ακολουθεί στο επαρχιακό, παραθαλάσσιο σπίτι της μητέρας του στο Μοντέγκα Μπέι. Μόνο που η αλαζονική μοντέρνα γυναίκα που παίρνει μία τέτοια τολμηρή πρωτοβουλία δεν κάθεται καθόλου καλά στο ζύγισμα της μητριαρχικής φιγούρας της οικογένειας και η ατμόσφαιρα αρχίζει να σιγοβράζει. Ομως το ξέσπασμα δεν θα έρθει από τους ανθρώπους, αλλά από... τον ουρανό. Πουλιά θα γεμίσουν απειλητικά τα ηλεκτρικά σύρματα της περιοχής, ορδές τους θα σκοτεινιάσουν τον ορίζοντα και μεμονωμένα ή σε σμήνη θα ξεκινήσουν αιμοβόρικες επιθέσεις τρομοκρατώντας τους κατοίκους. Οι λόγοι, ακόμα και σήμερα, παραμένουν ανεξήγητοι.

Καμία εξήγηση δεν έδωσε ποτέ ο Αλφρεντ Χίτσκοκ για τα αίτια που έκαναν τα Πουλιά να εξεγερθούν ενάντια στην ανθρωπότητα. Αντιθέτως, μ' ένα κλείσιμο του σαδιστικού του ματιού, δεν έβαλε καν την τυπική «The End» κάρτα στο τέλος της ταινίας. Γιατί το ξεκαθάρισμα λογαριασμών της φύσης με τον άνθρωπο δεν μπορεί να τελειώσει σε 119 λεπτά. Συνεχίζεται. Τον περιμένει έξω από την αίθουσα. Κανείς δεν είναι ασφαλής.

Μεταφέροντας για τρίτη φορά στην μεγάλη οθόνη μυθιστόρημα της Δάφνης ντε Μοριέ (μετά τα «Πανδοχείο της Τζαμάικα» το 1939 και «Ρεβέκκα» το 1940), ο Χίτσκοκ αποφασίζει να μη δώσει εύκολες απαντήσεις: μπορεί η ντε Μοριέ να υπαινίσσεται συνωμοσιολογικά ότι τα πουλιά δηλητηριάστηκαν από τους Ρώσους, στην ταινία όμως όλες οι θεωρίες είναι ανοιχτές.

Το 1962 άλλωστε ήταν μία κομβική εποχή και για τον ίδιο τον Χίτσκοκ, καθώς η ταινία ακολουθούσε το «Ψυχώ» και προηγήθηκε του «Μάρνι» (δύο σενάρια που βούτηξαν τον δημιουργό στα id του απόκρυφα), αλλά και για την Αμερική που ζούσε την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας και βρισκόταν σε αναμονή των εξελίξεων στο Βιετνάμ. Οι βουτιές των πουλιών στα τρομοκρατημένα πρόσωπα των παιδιών θυμίζουν ανατριχιαστικά τις φωτογραφίες των μικρών Βιετναμέζων που τρέχουν να ξεφύγουν από τις βόμβες Νεπάλ των Αμερικάνων. Ο Χιτς πάντα μπορούσε να προηγηθεί της εποχής του.

Κι όχι μόνο στις ψυχαναλυτικές, οικολογικές, κοινωνιολογικές ή πολιτικές επιδερμίδες που έδινε στις ταινίες του. Αλλά στην ίδια την τέχνη του σινεμά. Αν τώρα τα εφέ της ταινίας φαίνονται ξεπερασμένα, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί την μαεστρία της σύλληψης και της εκτέλεσής τους με τα υπάρχοντα μέσα της εποχής. Ο Χίτσκοκ χρησιμοποίησε μαριονέτες, μηχανικά ομοιώματα, πραγματικά εκπαιδευμένα πουλιά σε μία μίξη που απαιτούσε να απομονώνει και να κόβει τη δράση καρέ καρέ. Η σκηνή της επίθεσης στη σοφίτα γυριζόταν επί μία εβδομάδα και διαρκεί ένα κινηματογραφικό λεπτό. Το τέλος όπου τα πουλιά παρακολουθούν τους κατοίκους να εγκαταλείπουν το χωριό κρύβει 36 λήψεις στο σφιχτό του μονταζιακό αποτέλεσμα.

Ακόμα και σήμερα όμως που το βλέμμα του θεατή κινείται με video games ρυθμούς, το χτίσιμο του χιτσκοκικού σασπένς παραμένει απαράμιλλο. Από την παγερή διεύθυνση φωτογραφίας του Ρόμπερτ Μπρουκς, στο ice ice baby απροσπέλαστο cool της Τίπι Χέντρεν, κι από την ηχητική παλέτα των κρωξιμάτων στα υποκειμενικά πλάνα των πουλιών - όλα συνωμοτούν στο να μας κρατούν σε απειλητική απόσταση. Δεν μπορούμε να καταλάβουμε, δεν έχουμε ολόκληρη την εικόνα, δεν μπορούμε να διαπεράσουμε από το παράλογο στη λογική. Κι αυτή η αδυναμία παγώνει το αίμα μας.

Πάντως είναι άξιο απορίας πόσες και πόσο διαφορετικές δυνάμεις μονομαχούσαν στον ευφυή, όσο και διαταραγμένο, εγκέφαλο του σκηνοθέτη: σεξουαλικές εμμονές σε αποστειρωμένο περιτύλιγμα. Βρετανικός καθωσπρεπισμός και ταυτόχρονη λατρεία του σοκ. Ηρωες που χάνουν πάντα τον έλεγχο στο εσωτερικό τους χάος, ενώ ο δημιουργός τους δεν έχει επιτρέψει ούτε παρέκκλιση από τα προσχεδιασμένα του καρέ.