«Οι μόνοι άνθρωποι που υπάρχουν για μένα είναι οι τρελοί, αυτοί που τρελαίνονται να ζήσουν, τρελαίνονται να μιλήσουν, τρελαίνονται να σωθούν, που ποθούν τα πάντα ταυτόχρονα...»

Δεν υπάρχει πιο γοητευτική ιστορία από αυτό το ταξίδι ενηλικίωσης (ή πεισμωμένης άρνησης για ενηλικίωση) που χαρτογράφησε ο Τζακ Κέρουακ στο θρυλικό «On The Road» μυθιστόρημά του. Στην ουσία κατέγραψε την αυτοβιογραφική του ιστορία μέσα από το alter ego του Σαλ Πάρανταϊς, ενός νεαρού συγγραφέα που έχασε την έμπνευση και το κέφι του για ζωή μετά το θάνατο του πατέρα του - μέχρι που γνώρισε τον αμοραλιστή, ηδονιστή, γοητευτικό τυχοδιώκτη Ντιν Μοριάρτι και ξεκίνησαν ένα εσωτερικό και κυριολεκτικό ταξίδι δρόμου που θα άλλαζε τα πάντα.

Οι αρχικές προθέσεις του Βάλτερ Σάλες για το πώς επιλέγει να μπει στη μυθολογία του βιβλίου είναι γεμάτες υπόσχεση. Με δαιμονισμένη ενέργεια στην κάμερά του βουτάει στη μέση των σκηνών, προσπαθώντας να νιώσει την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα της underground 40s Νέας Υόρκης και να μας συστήσει παραζαλισμένα και γοητευτικά τους 20άρηδες ανήσυχους ήρωες που θα έγραφαν ιστορία ως η εμβληματική μεταπολεμική Beat Γενιά. Ιδρωμένη τζαζ, ωμή ακατέργαστη ποίηση, πειραματισμοί με ναρκωτικά, το σεξ ως η απόλυτη απελευθέρωση από την κατεστραμμένη γενιά των ενηλίκων. Τα ονόματα είναι αλλαγμένα (όπως και στο βιβλίο του Κέρουακ) αλλά ξαφνικά σε βρώμικα, εργένικα διαμερίσματα ζωντανεύουν οι πρώτοι στίχοι του Αλεν Γκίνσμπεργκ και σε απομονωμένα εξοχικά σπίτια κατοικεί η τρέλα του Γουίλιαμ Μπάροουζ.

Μετά από λίγη ώρα όμως, όταν το φιλμ βγαίνει στο δρόμο, όταν οι ήρωες έχουν χάσει την πρώτη «εξωτική» λάμψη του ασυμβίβαστου τυχοδιωκτισμού τους, η ταινία μένει από λάστιχο. Αυτή η ίδια ενέργεια μοιάζει με παραπέτασμα σκόνης που σηκώνεται από τους χωματόδρομους και κρύβει την πραγματική εικόνα, το πραγματικό συναίσθημα, τους πραγματικούς χαρακτήρες. Τρέχουμε με ατμό, όχι πραγματική βενζίνη. Δεν μας νοιάζει που δεν κρατάμε το χάρτη, αλλά η άσκοπη περιπλάνηση δεν κρύβει τίποτα το γοητευτικό. Από τα underground clubs της Νέας Υόρκης μέχρι τα δωμάτια ξενοδοχείων στο Ντένβερ και από τα μπουρδέλα του Μεξικού μέχρι τον ίδιο τον δρόμο του κεραυνού που διασχίζει την έρημο, ο Σάλες κάνει αυτό που απέφυγε με τέτοια δεξιοτεχνία στα «Ημερολόγια Μοτοσικλέτας»: περιηγείται τουριστικά. Δεν νιώθουμε, κοιτάμε απλά αφηρημένα έξω από το παράθυρο.

Υπάρχει πολύς λόγος ότι το καστ των ηθοποιών δε θα έπρεπε να απαρτίζεται από σταρς. Δεν προσυπογράφουμε αυτή την άποψη. Ο Σαμ Ράιλι κάνει ότι μπορεί, κι αν δεν επαναλαμβάνει τη συγκλονιστική ερμηνεία του ως Ιαν Κέρτις στο «Control», δεν είναι λάθος του. Το ίδιο ισχύει και για τον Γκάρετ Τζον Χέντλουντ ο οποίος παραμένει να αποτυπώνει ως καρικατούρα την ωμή σεξουαλική γοητεία του Ντιν Μοριάρτι, αδυνατώντας να πατήσει σ' ένα σενάριο που θα προχωρούσε το ρόλο λίγο πιο βαθιά. Οι Κίρστεν Ντανστ, Βίγκο Μόρτενσεν, Εϊμι Ανταμς, Στιβ Μπουσέμι έχουν πολύ μικρά περάσματα και παραμένουν χάρτινοι, δεν τους γνωρίζουμε ποτέ. Ομως η Κρίστεν Στιούαρτ στο ρόλο της Καμίλ βουτάει τολμηρά στην κόντρα-εφηβική, μετά-Twilight περσόνα που της δίνεται η ευκαιρία να παίξει. Οι δικές της στιγμές προδίδουν τη θλίψη πίσω από την ισοπεδωτική «επανάσταση», την ανάγκη για κάτι παραπάνω, τη λαχτάρα να πατήσεις το γκάζι σ' έναν ανοιχτό, ανεξερεύνητο δρόμο, αλλά, στο τέλος, να φτάνεις σε κάποιον, οποιοδήποτε, προορισμό.

«Πηγαίνεις κάπου ή απλά πηγαίνεις;» είναι η πρώτη ατάκα της ταινίας. Η απάντηση, είναι δυστυχώς και η κριτική της.