Ο Νικ Κάσιντι, πρώην αστυνομικός νυν καταδικασμένος δραπέτης, κλείνει ένα δωμάτιο στον 21ο όροφο ξενοδοχείου του Μανχάταν, παραγγέλνει ένα πολυτελές γεύμα, αφήνει ένα γενναιόδωρο φιλοδώρημα μαζί μ' ένα μυστηριώδες σημείωμα και ...βγαίνει στο περβάζι του παραθύρου του, απειλώντας να αυτοκτονήσει. Το σημείωμά του διαβάζει ότι «θα φύγει από τη ζωή, αθώος» και οι αστυνομικές δυνάμεις που καταφθάνουν προσπαθούν να καταλάβουν τι εννοεί. Εκείνος απαιτεί την παρουσία της Λίντια Αντερσον - μίας διαπραγματεύτριας της αστυνομίας με βεβαρημένο παρελθόν: δεν κατάφερε να πείσει έναν άλλο αστυνομικό από το να αυτοκτονήσει και από τότε την αποκαλούν «Δρ. Θάνατο». Οι συνομιλίες τους σταδιακά αποκαλύπτουν το παρελθόν του ήρωα και η ανατροπή που θα συμβεί στο ... απέναντι κτίριο, πυροδοτούν τις εξελίξεις μίας κρυφής αποστολής.

Είναι ατυχές ότι μία ιδέα που θα μπορούσε να κρατήσει τον ήρωά της στο χείλος του γκρεμού και εμάς στην άκρη της καρέκλας μας, πέφτει στο κενό. Για να μπορέσει να ιντριγκάρει το εκπαιδευμένο κινηματογραφικό κοινό του 21ου αιώνα ένα τέτοιο πρότζεκτ πρέπει πρώτα από όλα να τιμήσει τον τίτλο του: να σε πείσει για τις προθέσεις του άντρα στο περβάζι, για την απελπισία του, τα στενά του περιθώρια να αποδείξει την αθωότητά του. Μετά από το πρώτο δεκάλεπτο όμως ο Σαμ Γουόρθινγκτον μοιάζει να ξεχνάει ότι βρίσκεται δέκα πόντους από το θάνατο. Η αρχική του vertigo υπερβολή ξεχνιέται και όσο συζητά με την διαπραγματεύτρια Ελίζαμπεθ Μπανκς (ανταλλάζοντας τους πιο κλισέ διαλόγους στην ιστορία του σινεμά) βηματίζει με άνεση, στρίβει το κορμί του, απαντά στο κινητό του, πηγαίνει στη γωνία για να φάει κάτι που του φέρνει το room service. Ακόμα όμως και μετά από την σεναριακή ανατροπή που θέλει την απόπειρα αυτοκτονίας του ένα καλοστημένο κόλπο, το εύρημα του ύψους, των στενών - κυριολεκτικά- περιθωρίων του περβαζιού θα έπρεπε να τιμηθεί. Αυτός είναι ο άξονας της αγωνίας μας, όταν σταματά να υπάρχει, σταματάμε να αγωνιούμε.

Βέβαια η πλοκή έχει μετακινηθεί στο απέναντι κτίριο, όπου ο αδελφός του Κάσιντι (Τζέιμι Μπελ) εκτελεί μία... επικίνδυνη αποστολή - καθόλου τυχαία επιλογή λέξεων: εκρηκτικά, μικρό-κάμερες, καταβάσεις με σχοινιά σε σταματημένους ανελκυστήρες και μία λατίνα συνέταιρος στο έγκλημα που στις πιο κρίσιμες ώρες («κόψε το κόκκινο καλώδιο!») αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε, καθώς μας αποσπά η ενδυματολογική επιλογή ενός φούξια σουτιέν που εξέχει στρατηγικά μέσα από το μαύρο της φανελάκι. Ούτε το άστοχο, άτοπο, κακογραμμένο χιούμορ στους διαλόγους του ζευγαριού βοηθάει στο να παραμείνουμε στην ιστορία τους.

Για το τελικό χτύπημα (βρίσκοντας άσφαλτο), η πλοκή μεταφέρεται στο δρόμο. Στο συγκεντρωμένο πλήθος που παρακολουθεί αρχικά με κλισέ νεοϋορκέζικο κυνισμό την απόπειρα αυτοκτονίας ενός άντρα («πέσε, πέσε!»), αλλά, όταν σταδιακά ανακαλύπτει ότι πρόκειται για αθώο θύμα ενός αδίστακτου καπιταλιστή (Εντ Χάρις), μεταμορφώνεται σε ακτιβιστική μάζα διαδηλωτών της Γουόλ Στριτ φωνάζοντας συνθήματα για το δίκαιο του 99%.

Σε αυτό το σημείο, θέλει κανείς να κλείσει τα μάτια και να βουτήξει οικειοθελώς στο θάνατό του.