Ο Ερικ είναι ένας βίαιος νεαρός κατάδικος, ο οποίος μεταφέρεται πρόωρα στις φυλακές ενηλίκων καθώς χαρακτηρίζεται βίαιος κι επικίνδυνος. Στο νέο περιβάλλον, ο Ερικ θα ξεκινήσει άσχημα, θα αντιμετωπίσει ένα αδιάλλακτο σύστημα και μία οικογενειακή πληγή: είχε να τον δει από 5 ετών, αλλά στις ίδιες φυλακές κρατείται και ο ισοβίτης πατέρας του. Η ωμή οργή του νεαρού, η βιαίη καταστολή του, ο κίνδυνος να μην επιβιώσει μοιάζει να στοιχειώνουν το κελί του. Ενας ψυχοθεραπευτής, ο Ολιβερ, προτείνει στον Ερικ να ενταχθεί στην ομάδα του, όπου μαθαίνει εμπειρικά στους κρατούμενους να τιθασεύουν τη βία και το δολοφονικό τους ένστικτο. Σταδιακά, ο αρνητικός στην ιδέα Ερικ θα κατανοήσει τις ρίζες της οργής του και αυτό θα τον οδηγήσει αντιμέτωπο με τον πατέρα του και τον εαυτό του. Οσο όμως προοδεύει, το αδιάλλακτο σύστημα αντί να τον βοηθάει θα τον πολεμά.

Κινηματογραφικό είδος από μόνο του, το δράμα φυλακών φέρει τους δικούς του κανόνες, τη δική του αφηγηματική δομή, τη δική του γλώσσα και τις δικές της λέξεις: αυτές που αρθρώνουν τη μεταφορά μιας ζωής υπό περιορισμό σαν αντανάκλασης της κοινωνίας.

Με τις λέξεις παίζει και ο Ντέιβιντ Μακένζι του «Young Adam» και του «Hallam Foe», συνεχίζοντας το χτίσιμο μιας φιλμογραφίας που αποτελείται από διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες με κοινό χαρακτηριστικό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου σύμπαντος για την κάθε μια, με επίκεντρο τον άνθρωπο.

Δεν είναι τυχαίο πως ο αυθεντικός τίτλος της ταινίας («Starred Up») δεν είναι παρά την γκλαμ απόχρωσή του ο όρος που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ανηλίκων σε φυλακές ενηλίκων λόγω της επικινδυνότητάς τους. Και φυσικά δεν μπορεί να είναι τυχαίο πως το επίθετο του κεντρικού ήρωα είναι Love, όταν το μεγαλύτερο μέρος της μικρής ζωής πέρασε και χάθηκε χωρίς ίχνος από αγάπη.

Γραμμένο από τον πρώην ψυχοθεραπευτή φυλακών, ποιητή και σεναριογράφο Τζοναθαν Ασερ το «Γροθιές στους Τοίχους» διαθέτει την αληθοφάνεια που σε βάζει με τη μία μέσα σε έναν άγριο κόσμο, όπου πρωταγωνιστεί η βία, η οργή και οι μηχανισμοί μιας μικροκοινωνίας που υπάγεται στους ίδιους και περισσότερο διεφθαρμένους κανόνες εξουσίας και επιβολής.

Και γυρισμένο σε μια εγκαταλελειμμένη πλέον φυλακή του Μπέλφαστ, μέσα σε 24 μέρες με ελάχιστα χρήματα για μια τέτοια παραγωγή , το φιλμ φέρει σε κάθε του σκηνή την κλειστοφοβική, ψυχρή και απάνθρωπη ατμόσφαιρα που χωρίς αυτήν ο Μακένζι δεν θα μπορούσε να βρει το δικό του χώρο για να παίξει με τους κανόνες του είδους.

Σε ευθεία αναλογία με το «Ενας Προφήτης» του Ζακ Οντιάρ, ο Μακένζι χρησιμοποιεί το σκηνικό και τους κανόνες ενός δράματος φυλακών για να αφηγηθεί στην πραγματικότητα κάτι παραπάνω από μια ιστορία επιβίωσης ή ένα ακόμη δείγμα για το πως οι Βρετανοί παραμένουν οι κυρίαρχοι σε ό,τι έχει απομείνει από την ισχυρή παραδοσή τους στον κοινωνικό ρεαλισμό.

Το «Γροθιές στους Τοίχους» κρύβει μέσα του λίγο από σαιξπηρικό δράμα, μια δόση ελληνικής τραγωδίας, μια ιστορία άγριας ενηλικίωσης και τελικά ένα μελόδραμα που ακροβατεί πάνω στην μοναδική ανάσα «αγάπης» που θα νιώσει ο 19χρονος Ερικ από τον ψυχοθεραπευτή που θα πιστέψει στη σωτηρία του και την πατρική φιγούρα που θα σταθεί εμπόδιο στην απόλυτη πτώση του.

Ολη η διαδρομή του Ερικ είναι ένας – σχεδόν ολοκληρωτικά – μάταιος αγώνας να μπορέσει να κατεβάσει τα ντεσιμπέλ του θυμού του προς τους πάντες και τα πάντα, μια διαδοχή βίαιων εκρήξεων στην προσπάθειά του να καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει στη χαμένη του ζωή και μια διαρκής αναζήτηση για κάτι στο οποίο θα μπορούσε να πιστέψει. Ο Μακένζι μετατρέπει αυτή τη διαδρομή σε μια εμπειρία, ακολουθώντας πεισματικά, βασανιστικά (και σε στιγμές, ωστόσο, αδικαιολόγητα επαναλαμβανόμενα, θέλοντας λες να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την ήδη ανεβασμένη ένταση) τον ήρωα του στις ώρες της μοναξιάς του και στις στιγμές του σωφρονισμού του – της μεταμόρφωσής του σε ένα ακόμη μέλος μιας απάνθρωπης κοινωνίας.

Κάθε φορά που το σενάριο του Ασερ μοιάζει υπερβολικά «γραμμένο», επιτηδευμένα ρεαλιστικό και παραδομένο στα κλισέ των φυλακών – σε αντίθεση με την ψυχρή και ασφυκτική ατμόσφαιρα που ο Μακένζι προσπαθεί να διατηρήσει μέχρι τέλους, έρχεται η ερμηνεία του Τζακ Ο’ Κόνελ (που αν προσθέσει κανείς και την κυρίαρχη παρουσία του στο «’71» του Γιαν Ντεμάνζ κατατάσσεται αυτόματα στους καλύτερους της γενιάς του) για να ρυθμίσει τα πάντα.

Σαν μια ωρολογιακή βόμβα που στο μηχανισμό της κρύβει ταυτόχρονα ένα πληγωμένο παιδί και ένα τέρας εν τη γενέσει, ο Ο’ Κόνελ δίνει στο «Γροθιές στους Τοίχους» αυτό που το κάνει να ξεχωρίζει από κάθε άλλο ίδιο ή διαφορετικό δράμα φυλακών που ξεκινώντας από ένα παιχνίδι με τις λέξεις, αρθρώνει ένα ολόκληρο λεξιλόγιο για την αγριότητα του να μεγαλώνεις σε ένα κόσμο που δεν σου επιτρέπει να είσαι παιδί.