Σε ένα σουρεαλιστικό παράλληλο σύμπαν, η Θεσσαλονίκη έχει τον δικό της προστάτη υπερήρωα: τον Σούπερ Δημήτριο. Μεταμφιεσμένος ως Δημήτρης Χριστοφορίδης, δημοσιογράφος για το περιοδικό Χρυσή Ιερουσαλήμ, μάχεται για την αλήθεια, τη δικαιοσύνη και το ελληνοχριστιανικό Ιδεώδες. Eνα βράδυ, ο χειρότερος εφιάλτης της πόλης επιστρέφει. Ο Κάπτεν Φ.ΡΟΜ είναι πάλι εδώ, για να διεκδικήσει αυτό που προσπαθεί να πετύχει εδώ και χρόνια: να τον αναγνωρίσουν όλοι με το πραγματικό του όνομα… το όνομα που του αξίζει… το όνομα που του ταιριάζει.

Δεν χρειάζεται να ψάξεις πολύ μέσα στη ναίφ δραματουργία του «Σούπερ Δημήτριου» για να καταλάβεις πως βρίσκεσαι αντιμέτωπος με μια ταινία που έχει φτιαχτεί από ισόποσες δόσεις οργής και χαβαλέ. Ούτε χρειάζεται να έχεις ειδικές ικανότητες για να αντιληφθείς πως το ντεμπούτο του Γιώργου Παπαϊωάννου δεν προφασίζεται ότι είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που στην πραγματικότητα είναι.

Το μυστικό της δύναμης του «Σούπερ Δημήτριου» βρίσκεται στην πλήρη απενοχοποίηση της φιλοσοφίας του που ξεκινάει από το «σπάω πλάκα» και καταλήγει στο «σπάω πολύ πλάκα». Μικρό «άνοιγμα», θα υποστήριζε κανείς, ακόμη και για ένα υβρίδιο b-movie με ήρωα έναν πολύ μακρινό απόγονο του Σούπερμαν επωμισμένο με το βάρος της διάσωσης της νύμφης του Βορρά από όσα την τοποθετούν εδώ και χρόνια στο βάθρο μιας εθνικιστικής φρενίτιδας, πέστο και καφρίλας.

Κι, όμως, ο «Σούπερ Δημήτριος» είναι κάτι περισσότερο από ένα απλό «αστείο». Ελεύθερο από κινηματογραφικές συμβάσεις και στάνταρ παραγωγής, το ντεμπούτο του Γιώργου Παπαϊωάννου αποδεικνύεται πιο έξυπνο από τις no budget καταβολές του, διακόπτωντας με τη βία της νεανικής ορμής την ευθεία γραμμή που θα το έφερνε να συγκριθεί με ανάλογες ακατανόμαστες προσπάθειες του παρελθόντος του ελληνικού σινεμά - και οι ταινίες του Νίκου Ζερβού είναι μόνο μερικές από αυτές.

Πιο κοντά στο do it yourself σινεμά των 00s και γιατί όχι μια «Επίθεση του Γιγαντιαίου Μουσακά» του Πάνου Χ. Κούτρα στο λιγότερο σινεφίλ και στο λιγότερο ανατρεπτική, ο «Σούπερ Δημήτριος» ντύνει με τη συνθετική στολή του fun τα περισσότερα από τα ελαττώματα του, όπως την αδικαιολόγητα μεγάλη του διάρκεια, τις κακοτεχνίες στη διεύθυνση των ηθοποιών και τη σεναριακή του φλυαρία.

Λίγο επιστημονική φαντασία, λίγο παρωδία, λίγο «ό,τι να ναι» (σε σύμπνοια με την ομώνυμη εταιρεία παραγωγής), ο «Σούπερ Δημήτριος», ακόμη κι όταν παρασύρεται από την αναμενόμενη παγίδα του «χαβαλέ για τον χαβαλέ» καταφέρνει να εξαπολύσει ένα εύστοχο σχόλιο για την χριστιανορθόδοξη δικτατορία που καταδυναστεύει την Ελλάδα, για την κουλτούρα του «χαλαρά» (με βαρύ λάμδα) και μια κοινωνία σε κρίση που θα ήταν χίλιες φορές προτιμότερο να είχε εναποθέσει τις ελπίδες της σωτηρίας της σε έναν καλόκαρδο υπερήρωα παρά σε πολιτικούς γίγαντες που καταρρέουν καθημερινά κάτω από το βάρος των ψευδών υποσχέσεων και που σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν ούτε να...πετάξουν.

Είναι αλήθεια πως μπορείς να συγχωρήσεις πολλά στον «Σούπερ Δημήτριο» και ίσως περισσότερα απ’ όσα αντέχει η ίδια η κατασκευή του. Το μόνο σίγουρο είναι πως είναι αδύνατον να μην του συγχωρήσεις πόσο αστεία, ευρηματική και καίρια είναι η εικόνα του Λευκού Πύργου ως ένας τεράστιος φραπές, ήδη καταχωρημένη στην οποια ελληνική κινηματογραφική ανθολογία και από μόνη της ικανή να εξηγήσει πως αν δεν υπήρχε ο Σούπερ Δημήτριος, θα έπρεπε να τον είχαμε εφεύρει.