Ο Ηλίας Δημητρίου μάς συστήθηκε κινηματογραφικά με το «Fish n' Chips», μια κοινωνική ταινία ακριβείας, φυσικότητας και αυτοσυγκράτησης και, φέτος, επανέρχεται μ' ένα φιλμ αντίστοιχης προβληματικής κι αισθητικής. Ο τίλος αναφέρεται στην πρωτεΐνη Second Mitochondrial Activator of Caspases, που ρεγουλάρει στον οργανισμό τα νεκρά κύτταρα προτού γίνουν καρκίνος. Η Ελένη έχει καρκίνο - είναι η στιγμή της αδυναμίας της σε μια ζωή δυναμισμού, επαγγελματικής επιτυχίας, αυτοκυριαρχίας και μιας σιδερένιας μοναξιάς. Η Ελένη δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να καταφέρει τα πάντα μόνη της - αλλά τα φαινόμενα συχνά απατούν.

Οταν η Ελένη, με μια τυχαία αφορμή, γνωρίσει λίγο καλύτερα τον άστεγο Αντρέα που κοιμάται έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας της, θα θελήσει να τον προστατεύσει, προσφέροντάς του τη στοιχειώδη βοήθεια που κανείς μοιάζει να μην είναι πρόθυμος να προσφέρει στην ίδια. Η σύντομη κοινή τους διαδρομή θα ξεκλειδώσει τις πόρτες στο μυαλό της Ελένης και θα την ωθήσει στο ν' αντιμετωπίσει την αρρώστιά της αλλά και το συναισθηματικό της κόσμο για πρώτη φορά κατά πρόσωπο.

Το «SMAC» ξεκινά συγκροτημένα και γοητευτικά. Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών είναι ειλικρινείς, μετρημένες και γεμάτες συναίσθημα, τόσο του Γιάννη Κοκιασμένου όσο και, κυρίως, της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη που σηκώνει την ταινία στους ώμους της και δίκαια βραβεύτηκε φέτος από την ΕΑΚ, ξεκάθαρα στον ωραιότερο ρόλο της κινηματογραφικής καριέρας της. Ο Ηλίας Δημητρίου μένει συγκεντρωμένος πάνω της (θαυμάσια η φωτογραφία του Παντελή Μαντζανα, τόσο στα πρόσωπα, όσο και στα ατμοσφαιρικά πλάνα της πόλης), παρακολουθώντας την εξέλιξή της καθώς η ηρωίδα του παλεύει να κάνει μια υπέρβαση, ν’ αφεθεί σε κάτι λιγότερο στατικό και δομημένο από τα αρχικά ακίνητα, αυστηρά αρχιτεκτονικά πλάνα της ταινίας, σε μια παρόρμηση που οδηγεί την κάμερα να χορεύει στο χέρι.

Οι ερμηνείες των δυο πρωταγωνιστών είναι ειλικρινείς, μετρημένες και γεμάτες συναίσθημα, τόσο του Γιάννη Κοκιασμένου όσο και, κυρίως, της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη που σηκώνει την ταινία στους ώμους της και δίκαια βραβεύτηκε φέτος από την ΕΑΚ, ξεκάθαρα στον ωραιότερο ρόλο της κινηματογραφικής καριέρας της.»

Η δυναμική της σχέσης της Ελένης και του Αντρέα είναι η καρδιά της ταινίας και η πιο ενδιαφέρουσα ιδέα της - όσο ο Ηλίας Δημητρίου μένει εκεί, χτίζει επαγωγικά, πλουτίζει ήσυχα το φιλμ με αναφορές στην Αθήνα της κρίσης, στη σκληρότητα των ανθρώπων, στην κοινωνική δομή που αλλάζει. Προχωρώντας, όμως, αποφασίζει ν' ανεβάσει την ένταση, χάνοντας τη λεπτότητα των ισορροπιών και καταθέτοντας τα όπλα σε προφανείς και καθόλου αναγκαίες προσθήκες στην ιστορία και ένα μελοδραματισμό που προδίδει τη δημιουργική αυστηρότητα και την πρόκληση της οικονομίας με την οποία η ταινία ξεκινά. Κι έτσι το φιλμ τελειώνει με μια λιγότερο ενδιαφέρουσα γεύση απ' ό,τι είχε ξεκινώντας, παρουσιάζοντας, ωστόσο, έναν σκηνοθέτη πάντα δυνατό που κρατά την προσοχή γι' αυτό και για τα επόμενα βήματά του.