Στα δραματικά τοπία του Κολοράντο, ο Σίλας Σέλεκ (Φασμπέντερ), ένας επικίνδυνος περιπλανώμενος, συναντά τον έφηβο Τζέι (Κόντι Σμιτ-Μακφί). Παρόλο που μια τέτοια συνάντηση κανονικά θα οδηγούσε σε μια μονομαχία μέχρι θανάτου, ο Σίλας επιλέγει να μην σκοτώσει τον Τζέι και αντίθετα του προσφέρει προστασία, σε αντάλλαγμα για χρήματα. Ο Τζέι έχει έρθει στην Αμερική για να βρει την αγαπημένη του, τα κίνητρα του Σίλας, όμως, παραμένουν μυστηριώδη. Στο ταξίδι αυτό, γεμάτο με κίνδυνο, προδοσίες και βία, ο Τζέι θα συνειδητοποιήσει ότι η Δύση δεν δείχνει οίκτο στους αθώους…

Το φιλμ του Τζον Μακλίν ξεκινά σαν παραμύθι. Σχεδόν με την φράση «μια φορά κι έναν καιρό». Με την βαθιά ρομαντική αναζήτηση ενός αγοριού για το κορίτσι που αγάπησε, σε μια ξένη χώρα, στην ερημιά, σαν κουνέλι ανάμεσα σε μια αγέλη λύκους.

Κι όπως ένα παραμύθι, έχει την ατμόσφαιρα μιας σχεδόν σουρεαλιστικής ιστορίας, ενός τόπου όπου μερικά ελαφρώς αλλόκοτα πράγματα δεν αποκλείεται να συμβούν. Κι όπως ένα παραμύθι καλωσορίζει την σκληρότητα, τον θάνατο, την απογοήτευση, τα συνεχή εμπόδια στο δρόμο του ταξιδιώτη.

Μόνο που το «Slow West» ακόμη κι αν μοιάζει με ένα παραμύθι, ακόμη κι αν ο ήρωας μετράει κάθε βράδυ τ΄αστέρια δεν είναι καθόλου απαραίτητο πως θα τελειώσει με το «έζησαν αυτοί καλά», κανείς δεν σου υπόσχεται πως ο πρωταγωνιστής μας δεν θα καταλήξει να κοιτάζει τελικά, από κοντά τη λάσπη.

Θα μπορούσε να πει κανείς πως το φιλμ του Μακλίν είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, ένα αντρικό buddy movie, ένα παλιομοδίτικο ρομάντζο, ένα αληθινά αργό road movie, όμως ο καλύτερος τρόπος για να το περιγράψεις θα ήταν απλά ως μια υπέροχη ταινία.

Οπως κάθε κομμάτι αληθινά καλού σινεμά, έτσι και το «Slow West» ορίζει το δικό του τόπο και ύφος, σε μεταφέρει σε μια ξεκάθαρη περιοχή και σε πείθει να παίξεις με τους κανόνες του. Να χαμογελάσεις με το παράδοξο χιούμορ του, να χαθείς κι εσύ στην περιπλάνηση του ήρωα του, να μπεις στα παπούτσια των χαρακτήρων του, τόσο διαφορετικών από τη δική σου εμπειρία της ύπαρξης, μα τόσο γνώριμοι την ίδια στιγμή.

Το «Slow West» σε κάνει να αποδεχτείς αδιαμαρτύρητα την παράδοξη ατμόσφαιρά του, το ότι αυτή δεν είναι η Αγρια Δύση των ταινιών των γονιών σου (μπορεί να μην το ξέρεις όταν το βλέπεις, αλλά το γεγονός ότι το φιλμ γυρίστηκε στην Νέα Ζηλανδία αντί για την Αμερική κάνει διαφορά), το ότι ξεκινώντας το ταξίδι μαζί με τον αθώο νεαρό ήρωα, μοιάζεις το ίδιο αισιόδοξος και το ίδιο χαμένος.

Αν θα έπρεπε να περιγράψεις το φιλμ με κάτι που αναγνωρίζεις, τότε αυτό δεν θα ήταν άλλο από τον παράδοξο ρεαλισμό των αδελφών Κοέν: ένα πνευματώδες κατά στιγμές σαρδόνιο χιούμορ διαποτίζει την ταινία, η αίσθηση του να νιώθεις κάτι παραπάνω απ΄ όσα οι εικόνες περιγράφουν είναι σταθερά εκεί.

Και κάτι μελαγχολικό είναι όμως ο μόνιμος συνοδοιπόρος σου βλέποντας το φιλμ. Ακόμη και στις πιο αστείες,ή βίαιες στιγμές σε ακολουθεί, σαν το βλέμμα δυο παιδιών που δεν ξέρουν ακόμη, αλλά νιώθουν ότι οι γονείς τους έχουν σκοτωθεί, σε συνοδεύει και προσδίδει στο φιλμ την αίσθηση μιας λεπτής εσωτερικής ομορφιάς κι ενός σκονισμένου ρομαντισμού που βρίσκεται στην καρδιά της ταινίας ακόμη κι αν στην επιφάνειά της θα βρείτε γερές δόσεις μαύρου χιούμορ ή βίας.

Το «Slow West» είναι τελικά μια ταινία τόσο για εκείνους που αγαπούν τα γουέστερν, όσο και για εκείνους που δεν ενδιαφέρονται καθόλου γι αυτά. Είναι μια ταινία είδους ναι, αλλά ενός είδους που ορίζει από μόνη της και που θα δυσκολευτείτε να περιγράψετε με ακρίβεια σε κάποιον που δεν την έχει δει ακόμη. Τι απαντάς λοιπόν σε κάποιον που σε ρωτά τι είδους ταινία είναι το «Slow West»; Ισως μόνο μία λέξη αρκεί: Σπουδαία.

Διαβάστε ακόμη: «Slow West»: Ετσι νίκησε ο Μάικλ Φασμπέντερ την Αγρια Δύση!