Eνα αγόρι που μεγαλώνει στο Δουβλίνο κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 δραπετεύει από τη ζόρικη οικογενειακή ζωή του ξεκινώντας σχεδόν τυχαία ένα συγκρότημα και κάνοντας τη δική του επανάσταση.

Η μουσική ως μέσο έκφρασης, και ειδικά για τα ζητήματα της καρδιάς, μοιάζει να αποτελεί τη βασική έμπνευση και κινητήριο δύναμη για τη φιλμογραφία του Ιρλανδού Τζον Κάρνεϊ, από τη μελαγχολική μπαλάντα του «Once» μέχρι το ελαφρώς λιγότερο μελωδικό «Begin Again», με το οποίο φλέρταρε ανοιχτά με το Χόλιγουντ.

Με το «Sing Street» επιστρέφει στα πάτρια εδάφη και επισκέπτεται με νοσταλγία το Δουβλίνο της δεκαετίας του ’80, για να διηγηθεί την ιστορία ενός αγοριού που μυείται στις μουσικές της εποχής από τον loser μεγαλύτερο αδελφό του και στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα από ένα στυλάτο κορίτσι που ονειρεύεται μια καριέρα μοντέλου στο Λονδίνο. Για την ακρίβεια, ο μόνος λόγος που ο έφηβος Κόνορ αποφασίζει να δημιουργήσει μια μπάντα με μερικούς εξίσου απροσάρμοστους συμμαθητές του είναι για να την εντυπωσιάσει: προτείνοντάς της να παίξει σε ένα μουσικό βίντεο, από αυτά που με τόσο θαυμασμό παρακολουθεί στην τηλεόραση. Ετσι, κάπως τυχαία, θα ανακαλύψει όχι μόνο ένα μεγάλο πάθος αλλά και μια διέξοδο από όλα όσα τον βασανίζουν.

Η πορεία του προς την ωριμότητα και την πραγματική συνειδητοποίηση του ταλέντου του περιλαμβάνει όλους τους αναμενόμενους σταθμούς και τις απογοητεύσεις που μπορεί να φανταστεί κανείς από μια τέτοια ταινία, καθώς ο Κάρνεϊ μοιάζει να στρογγυλεύει υπερβολικά τις γωνίες της ιστορίας του, επιλύοντας μάλλον υπερβολικά ανώδυνα κομμάτια της πλοκής που αφορούν τη δυσλειτουργική οικογένεια του Κόνορ, το bullying που υφίσταται ή τις καταπιεστικές μεθόδους του καθολικού σχολείου όπου φοιτά.

Ακόμα κι έτσι, όμως, είναι μάλλον αδύνατο να του κακιώσεις για την προσπάθειά του να μετατρέψει την πιο βασανιστικά υπέροχη ηλικία σε μια ανενδοίαστα ρετρό και feelgood κινηματογραφική εμπειρία, πλημμυρισμένη από τραγούδια των Duran Duran, των Clash και των A-Ha (αλλά κι ένα εμπνευσμένο πρωτότυπο σάουντρακ) και πλαισιωμένη από μια εθιστική αναπαράσταση της εποχής.

Το «Sing Street» είναι εν τέλει μια φαντασίωση για την εκπλήρωση μιας φαντασίωσης, προορισμένη να σε κάνει να αναβιώσεις όλα τα νεανικά όνειρα για μια φυγή από τα όσα σε καταπιέζουν, κι όπου το μέλλον είναι γεμάτο υποσχέσεις και ανοιχτό σε προοπτικές.