Ο Πορτογάλος ιεραπόστολος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, φτάνει στην Ιαπωνία του 17ου αιώνα για να εμψυχώσει τους καταπιεζόμενους χριστιανούς Ιάπωνες, αλλά και να ανακαλύψει την αλήθεια που κρύβεται πίσω από την αποστασία του προκατόχου του, του έμπειρου ιεραπόστολου Φερέιρα, ο οποίος δεν άντεξε τα πολλαπλά μαρτύρια. O Ροντρίγκες θα βρεθεί, κι αυτός, σύντομα μπροστά σε τρομερά ηθικά διλήμματα αλλά κυρίως μπροστά στη σιωπή του Θεού, ο οποίος μοιάζει να αποδέχεται τα φριχτά βασανιστήρια στα οποία υπόκεινται οι πιστοί Του.

Στη διάρκεια των 161 λεπτών που διαρκεί το «Silence», σε ασύνδετες μεταξύ τους στιγμές και σχεδόν ούτε απαραίτητα στις πιο εμβληματικές ή αυτές που χρειάζονται «υπογράμμιση», ο ήχος κόβεται απότομα και η σιωπή αναλαμβάνει να μιλήσει για όλα αυτά που οι λέξεις δεν θα αρκούσαν έτσι κι αλλιώς.

Αυτό είναι ίσως και το μόνο κινηματογραφικό τρικ που χρησιμοποιεί ο 74χρονος Μάρτιν Σκορσέζε σε μια ταινία που κάποιος θα μπορούσε να περιγράψει ως ένα έπος γυρισμένο με το μινιμαλισμό και κυρίως τη συμπυκνωμένη σοφία ενός χαϊκού, μακριά από το νευρικό, φρενήρες και γεμάτο εξωστρέφεια και πληθωρικότητα στιλ - σήμα κατατεθέν του δημιουργού του.

Προσοχή, όμως, μην ξεγελαστείτε. Μπορεί εδώ οι κινηματογραφικοί ρυθμοί να ακολουθούν την τελετουργία μιας εσωτερικής συνειδητοποίησης και οι εξάρσεις να πνίγονται από την ίδια τη φύση των ηρώων μέσα σε ψίθυρους και κραυγές χωρίς ήχο, αλλά το σκορσεζικό πάθος βρίσκεται πανταχου παρόν, σχεδόν φλεγόμενο, καίγοντας κάθε μικρή ή μεγαλύτερη σκηνή με τη σωματική αγωνία που φέρουν πάντα μέσα τους οι μεγάλες αναπάντητες ερωτήσεις της ύπαρξης.

Η (τελικα περισσότερο απ’ όσο θα πίστευε κανείς) προφανής ευθεία γραμμή που ένωνε έτσι κι αλλιώς τον «Τελευταίο Πειρασμό» με το «Kundun» - και που δεν είναι άλλη από το γεγονός πως και στις δύο ταινίες ο ήρωας είναι ένας... άνθρωπος - βρίσκει και στο «Silence» τον τρόπο να διασχίσει τις διακεκομμένες γραμμές της διαδρομής ενός άντρα που θα πιστέψει στον ίδιο του τον εαυτό περισσότερο και από τον Θεό του, πριν δει την απόλυτη μέχρι τότε αλήθεια του να γίνεται κομμάτια μπροστά στην αποτρόπαια πραγματικότητα και προδοθεί τελικά και νομοτελειακά από την ίδια του την πίστη.

Δεν χρειάζεται λοιπόν να ψάξει κανείς πολύ βαθύτερα για να αντιληφθεί γιατί ο Μάρτιν Σκορσέζε ήθελε εδώ και 27 χρόνια να γυρίσει τη «Σιωπή», βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Σοσάκου Εντο, στη δεύτερη κινηματογραφική του μεταφορά μετά το φιλμ του 1971 σε σκηνοθεσία του Μασαχίρο Σινόντα.

Ο ήρωάς της, ο Πορτογάλος Σεμπαστιάου Ροντρίγκες, που τον υποδύεται με την κατάνυξη που του αρμόζει ο Αντριου Γκάρφιλντ, δεν διαφέρει στο ελάχιστο από τον Τζέικ ΛαΜότα στο «Οργισμένο Είδωλο», τον Σαμ Ροθστάιν στο «Καζίνο», τον Τζόρνταν Μπέλφορτ στο «Λύκο της Wall Street» ή ακόμη και εκείνον τον Φρανκ Πιρς, τον οδηγό ασθενοφόρου σε εκείνο το αριστουργηματικό υποτιμημένο «Bringing Out the Dead» που περισσότερες από μια σκηνές του «Silence» το φέρνουν συνεχώς στη μνήμη.

Σε απόλυτη συμφωνία με το υπόλοιπο έργο του, ο Μάρτιν Σκορσέζε αφηγείται και εδώ την άνοδο και την πτώση ενός θνητού, με μοναδική διαφορά πως απέναντί του τοποθετεί εδώ όχι το χρήμα, την αλαζονία, τη φιλοδοξία ή την κοινωνική καταξίωση και αποδοχή, αλλά την ίδια του την πίστη, ανάγοντας τις έτσι κι αλλιώς διάχυτες σε όλες του τις ταινίες θρησκευτικές του αναζητήσεις σε κάτι ακόμη μεγαλύτερο, πιο πνευματικό, πιο διαχρονικό και άλυτο άκομη καθώς ο κόσμος αλλάζει.

Ναι, το «Silence» είναι μια ταινία για την πίστη, τα όριά της, το Θεό και την – πάντα ελλιπή - εκλογίκευση της ύπαρξής του και της απουσίας του. Είναι μια ταινία για τις θρησκείες και τις βιαιότητες που διαπράχθηκαν στο όνομά τους - σε μια ηθελημένη η μη δεν έχει καμία σημασία συνταρακτική αναγωγή στην σύγχρονη ύπαρξη και τις αποτρόπαιες πρακτικές του Ισλαμικού Κράτους. Είναι ένα κατηγορώ απέναντι στην επιφανειακή λατρεία των συμβόλων, μια ταινία σκληρή για τον καθολικισμό, τον προσηλυτισμό, την κατήχηση, την τυφλή πίστη σε κάτι και όμως μαζί είναι και ένας ωκεανός κατανόησης για την ανάγκη των ανθρώπων να πιστέψουν σε οτιδήποτε.

Μια ταινία που (σε) δοκιμάζει, οποιοσδήποτε κι αν είναι ο Θεός σου, ακόμη κι αν δεν έχεις Θεό.

Στην πραγματικότητα, όμως, το «Silence» είναι μια ταινία για την ανθρώπινη φύση που όπως αναφέρεται και μέσα στην ταινία «παραμένει αμετακίνητη» ενώ όλα γύρω της κινούνται συνεχώς. Κάθε φορά που ο Ροντρίγκες φτάνει ένα ακόμη βήμα πιο κοντά στην αμφισβήτηση και την... αποστασία, τόσο νιώθει την ανάγκη να βρει τις απαντήσεις που τόσο καιρό θεωρούσε δεδομένες. Και κάθε φορά που νομίζει ότι τις έχει βρει, ανακαλύπτει πως αυτές κρύβονται κάπου αλλού που ίσως δεν έχει τολμήσει να φτάσει ποτέ.

Περισσότερο και από τα όρια της πίστης ή την συναρπαστική τελικά ιστορία που ολοκληρώνεται με τον πιο επώδυνο αν και λυτρωτικό τρόπο, ο Μάρτιν Σκορσέζε ενδιαφέρεται εδώ για τα ανθρώπινα όρια απέναντι στο σύμπαν. Και, παρά τη συνεχή κατηγορία για τη σιωπή του Θεού που επανέρχεται ως μοτίβο σε όλο το φιλμ, αυτό που πραγματικά αναζητά είναι ο τρόπος ώστε ο άνθρωπος να ακούσει την ίδια, τη δική του φωνή.

Σαν απόσταγμα μια κινηματογραφικής σοφίας που δεν ξεχώρισε ποτέ το rock ‘n’ roll από την κατάνυξη και αγγίζοντας (φευ) σημεία που θυμίζουν ανατριχιαστικά ένα κύκνειο άσμα, ο Μάρτιν Σκορσέζε σταμάταει τον ήχο και μαζί και το χρόνο, μαζί και τη διαρκή αγωνία του ανθρώπου να αφήνει πίσω του την Ιστορία. Και στέκεται εκεί, στην απεραντοσύνη του τοπίου της Ιαπωνίας του 17ου αιώνα, αναπνέοντας τους καπνούς από τα σπαρτά που καίγονται και τους ατμούς από τα καυτά ρυάκια, και μέσα από τα μάτια του ήρωά του αφήνει τον εαυτό του ελεύθερο να εκτεθεί στην απόλυτη βία, στην απόλυτη μοναξιά, στην πιο άγρια θυσία και να δοκιμαστεί από την αντανάκλαση αυτού που οι πιστοί θα ονόμαζαν... θείο.

Κάνοντας σινεμά ιμπρεσιονιστικό, συναρπαστικό, βασανιστικό, τόσο απλό αλλά ταυτόχρονα τόσο προκλητικό για τα μάτια, τη σκέψη και την καρδιά. Ναι, λυτρωτικό σχεδόν όσο μια προσευχή που απευθύνεται πριν απ' όλους στον εαυτό σου.