Κάπου ανάμεσα στον κοινωνικό δημιουργό της «Μεγάλης Επιστροφής» και τον θορυβώδη διασκεδαστή του «Σινικού Τείχους», θα βρίσκεται πάντα ο Ζανγκ Γιμού του «Ηρωα» και των «Ιπτάμενων Στιλέτων», ένας σκηνοθέτης με την θαυμαστή ικανότητα να αποτυπώνει στον φακό του κάδρα απαράμιλλης ομορφιάς και αισθητικής, αντλώντας από τον πλούτο της Κινέζικης Ιστορίας και αφηγούμενος κάθε ιστορία με τον τρόπο που αρμόζει στα παραμύθια και τους θρύλους.

Η «Σκιά» αποτελεί την επιστροφή του σκηνοθέτη στο ύφος που τον έκανε γνωστό στο ευρύτερο κοινό, αν και ο ίδιος δεν απομακρύνθηκε ποτέ ουσιαστικά από τα μεγάλα κινηματογραφικά έπη, είτε αυτά αφορούσαν σιγανόφωνες μελοδραματικές στιχομυθίες είτε τρανταχτά εντυπωσιακές χορογραφίες πολεμικών τεχνών. Από το «Σήκωσε τα Κόκκινα Φανάρια» μέχρι τον «Ηρωα» και από τον «Δρόμο για το Σπίτι» μέχρι, ναι, και το «Σινικό Τείχος», η κινηματογραφική πορεία του Γιμού είναι γεμάτη επικές στιγμές μεγαλείου, μεγεθυμένες, υπερβολικές, πάντοτε πρόθυμες να προκαλέσουν με οποιοδήποτε τρόπο τις αισθήσεις του θεατή ακόμα και όταν χάνουν τις μικρές στιγμές αλήθειας μέσα στην επιδίωξη για τον (οπτικό ή αισθηματικό) εντυπωσιαασμό.

Στη «Σκιά» ο Γιμού επιστρέφει και πάλι το βλέμμα στο Κινέζικο παρελθόν, χωρίς όμως αυτή τη φορά να ενδιαφέρεται και τόσο για την καταγεγραμμένη ιστορία. Η κεντρική ιδέα πίσω από την ταινία του είναι η ύπαρξη των «Σκιών», ανθρώπων δηλαδή που αντικαθιστούσαν κάποιον αληθινό αξιωματούχο στις δύσκολες ή τις επικίνδυνες στιγμές της πορείας του, καταδικασμένοι εξαρχής να ξεχαστούν από τα βιβλία της ιστορίας.

Ισως και για αυτό ο Γιμού ντύνει ολόκληρη την αφήγησή του στους τόνους του άσπρου, του μαύρου και όλων των ενδιάμεσων αποχρώσεων, παίζοντας με το βάθος πεδίου και κινηματογραφώντας τους ήρωές του πίσω από πέπλα, παραπετάσματα και ημιδιάφανα υφάσματα, μετατρέποντας κάθε ταυτότητα σε φάντασμα. Στη «Σκιά» το μόνο χρώμα που δίνει το παρόν είναι αυτό του δέρματος και το βαθύ πορφυρό του αίματος, όλα τα υπόλοιπα χάνονται μέσα σε μια γκρίζα χρωματική παλέτα που αποκαλύπτει όχι μόνο ότι ο Γιμού ενδιαφέρεται για μια χαμένη, σκοτεινή πτυχή της ιστορίας αλλά και ότι, τεχνικά, γνωρίζει πώς να αποθεώνει το χρώμα ακόμα και μέσα από την απουσία του.

Ακόμα και τα ρούχα των ηρώων του, φέρουν πάνω τους ασπρόμαυρα μοτίβα που παραπέμπουν σε ανθρώπινες φιγούρες, ενισχύοντας ακόμα παραπάνω το πολλαπλό παιχνίδισμα με την ταυτότητα και επενδύοντας φιλοσοφικά σε όλα όσα ορίζουν την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Κάθε κάδρο, κάθε σύνθεση, κάθε χορογραφία κινήσεων στην οθόνη αποτελεί και μια ξεχωριστή δήλωση του δημιουργού, τόσο βυθισμένη στην ανατολική κουλτούρα αλλά και ταυτόχρονα αποφασισμένη να ρίξει φως τις σκοτεινές γωνίες της.

Με φόντο την ιστορία την περίοδο των Τριών Βασιλείων της Κίνας, ο Γιμού υφαίνει μια αφήγηση προδοσίας, μηχανορραφιών, σκοτεινών σχεδίων και αμφίβολων κινήτρων, παραδόξως πολύ περισσότερο εντός των τοίχων ενός παλατιού και πολύ λιγότερο από όσο θα περίμενε κανείς σε εξωτερικό χώρο («εξωτερικό» τρόπος του λέγειν, καθώς ένα μεγάλο μέρος των σκηνικών αποτελούνται από ψηφιακά εφέ). Κι αν η αρχή προκύπτει υπερβολικά ομιλητική και αρκετά αγχωμένη να κτίσει άμεσα έναν σύνθετο ιστό δυνάμεων και εξουσίας, η συνέχεια είναι περισσότερο κοντά στις ευαισθησίες του Γιμού, συναισθηματικά πολύπλοκη και ρομαντικά δυναμική, με μία μόνιμη επίστρωση μελοδραματισμού όπως θα άρμοζε σε μια παραδοσιακή λαϊκή αφήγηση από τα βάθη της ιστορίας.

Και όντως υπάρχουν πολλά πράγματα για να θαυμάσει κανείς στη «Σκιά». Μια αρχετυπική ιστορία ηθικής διάβρωσης της εξουσίας, ένα ισχυρό – αλλά σκληρά οριζόμενο από την ηθική και τα πρέπει – ερωτικό τρίγωνο, η πολιτική αστάθεια ανάμεσα σε δύο βασίλεια που προσπαθούν να εξασφαλίσουν την επόμενη μέρα αλλά και μια εντυπωσιακή σκηνή δράσης ακριβώς στη μέση της ταινίας, ίσως από τις καλύτερες που έχει αποτυπώσει ποτέ στην οθόνη ο Γιμού, μαρτυρούν την επιστροφή σε φόρμα ενός δημιουργού που γνωρίζει πώς να μεταφράζει την Κινέζικη πολιτισμική κληρονομιά σε μια φιλική προς το δυτικό κοινό αφήγηση.

Τα παραπάνω βέβαια συνοδεύονται αφενός από μερικώς ελλιπή ανάπτυξη χαρακτήρων (το δίλημμα της συζύγου θα μπορούσε να τύχει βαθύτερης εξέτασης) και αφετέρου από μια πληθωρική εκφραστικότητα που ξεπερνά πολλές φορές το μέτρο, όλα αυτά όμως εν τέλει αποτελούν εγγενή κομμάτια της κινηματογραφικής ταυτότητας του Γιμού, η οποία φλερτάρει με την ιστορία αλλά κυρίως παραδίδεται στο μύθο, όπως αποδεικνύει και η εκπληκτική σεκάνς στη μέση της ταινίας. Οι ήρωές του άλλωστε αποτελούν και οι ίδιοι «σκιές» του αρχετυπικού μοναχικού πολεμιστή, εξιδανικευμένου στο πέρασμα του χρόνου, και ικανού για τα πάντα, με μοναδικό καθοδηγητή την δική τους ηθική πυξίδα και σύμμαχο τις υπερφυσικές σχεδόν ικανότητές τους.

Στην τελική, η «Σκιά» αποτελεί ένα best-of των καλύτερων στιγμών του Γιμού, που μπορεί μεν να βγάζει κατά στιγμές την αίσθηση του υπερβολικά γνώριμου, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια επιπλέον επιβεβαίωση των δυνάμεων του δημιουργού, σε ένα αντικείμενο όπου αναμφισβήτητα εξακολουθεί να διαπρέπει. Αλλωστε ποτέ κανείς δεν βαρέθηκε ένα καλό επικό παραμύθι.