Μάλλον λέει πολλά για την καριέρα του Αντόνιο Μπαντέρας αυτή τη στιγμή το γεγονός ότι ο πάλαι ποτέ μεγαλύτερος Ισπανός σταρ βρέθηκε να παίρνει τη θέση ενός Μπρους Γουίλις ή ενός Λίαμ Νίσον σε μια δευτεροκλασάτη περιπέτεια που πιθανότατα θα απέρριπταν και οι δύο.

Πρώην βετεράνος πολέμου που υποφέρει από μετατραυματικό στρες, άνεργος και εμφανώς σε μεταβατική κατάσταση όσον αφορά τη σχέση του με την οικογένειά του, ο χαρακτήρας του, ονόματι Εντι Ντίκον, βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να δεχτεί την πρώτη δουλειά που του προσφέρεται στο γραφείο ευρέσεως εργασίας (εδώ ο Μπαντέρας σίγουρα ταυτίστηκε με το ρόλο) ως σεκιουριτάς σε απομακρυσμένο εμπορικό κέντρο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, στην παρθενική του βάρδια βρίσκεται να πολιορκείται από αδίστακτη συμμορία εγκληματιών, όταν προσφέρει καταφύγιο σε ένα κυνηγημένο δεκάχρονο κορίτσι, μάρτυρα κατηγορίας σε δίκη αρχιμαφιόζου. Ο,τι ακολουθεί είναι ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, καθώς ο πρώην στρατιωτικός και οι τέσσερις άλλοι φύλακες διακινδυνεύουν τη ζωή τους προκειμένου να προστατεύσουν το κορίτσι από τους κακοποιούς και τον ψυχοπαθή αρχηγό τους (ο Μπεν Γκίνγκσλεϊ σε έναν ακόμα χαρακτήρα σαδιστή κακού που υποδύεται με σχεδόν ταιριαστή αδιαφορία).

Χωρίς τον αυτοσαρκασμό του Γουίλις ή τη βαρύτητα του Νίσον, ωστόσο, ο Μπαντέρας μοιάζει να παίρνει τον ρόλο του υπερβολικά στα σοβαρά, καταλήγοντας να φαντάζει άθελά του με καρικατούρα, καθώς προσπαθεί βαρύθυμα να υποστηρίξει το υποτιθέμενο δραματικό υπόβαθρο ενός χαρακτήρα που αναζητά την εξιλέωση για την αποξενωμένη σχέση του με την κόρη του. Ευτυχώς, ο Γαλλοκαναδός σκηνοθέτης Αλέν Ντεροσέ ξεπερνά με συνοπτικές διαδικασίες μια εμβάθυνση που ούτως ή άλλως ουδέποτε γίνεται αρκετά πειστική, για να αφοσιωθεί σε μια παλιομοδίτικη κλωτσοπατινάδα εσωτερικού χώρου και –ιδανικά– αποκλειστικά οικιακής κατανάλωσης.

Κι εκεί το «Σε Απόσταση Ασφαλείας» στέκεται στο ύψος του ως αξιοπρεπής αλλά απόλυτα αναλώσιμη περιπέτεια του σωρού που κάποτε θα αποτελούσε ασφαλή απάντηση βαριεστημένου υπαλλήλου βιντεοκλάμπ στην κλασική ερώτηση «παίζει καμιά καλή ταινία δράσης;». Το ίδιο αναλώσιμοι αποδεικνύονται και οι υπόλοιποι χαρακτήρες που δεν διαθέτουν το –έστω και παρηκμασμένο– star power του Μπαντέρας, και οι οποίοι μάλλον υπερβολικά εύκολα δέχονται να παίξουν τους ήρωες στο πλευρό του. Επιβιώνουν πάντως αρκετά ώστε να σκαρφιστούν μια σειρά από ανόητες παγίδες ενάντια στους εκπαιδευμένους μισθοφόρους που τους καταδιώκουν, οι οποίες δεν θα ήταν ικανές να αποθαρρύνουν ούτε καν τους ατζαμήδες διαρρήκτες του «Μόνος στο Σπίτι».

Ούτε αρκετά εκκεντρική για να υποστηρίξει ένα κάποιο cult status, ούτε πραγματικά κακή για να αναδειχθεί σε ένοχη απόλαυση, η ταινία σώζεται εν μέρει από την ειλικρίνειά της να μην προσποιείται κάτι που δεν είναι – έστω κι αν αυτό που είναι τελικά μάλλον δεν θα έπρεπε να έχει θέση στις αίθουσες.