Οταν, το 2010, το «Μυστικό στα Μάτια της» του Χουαν Χοσέ Καμπανέλα κέρδισε το Οσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, έμοιασε αυτονόητο ότι η το φιλμ θα διασκευαστεί και στην Αμερική - η βρώμικη πλευρά του νόμου, η συναισθηματική ένταση του θύτη που γίνεται θύμα, εμμονικές καταδιώξεις και προσωπική εκδίκηση, όλα προσφέρονται για ένα αμερικανικό suspense story. Μόνο που αυτό εδώ το ριμέικ, αλλάζοντας μόνο ελαφρά την ταυτότητα των ηρώων του, πέφτει κάτω από τον πήχυ σε κάθε στοιχείο, εκτός από τα ονόματα των πρωταγωνιστών του (παρότι κανείς δεν έχει τη γοητεία του Ρικάρντο Νταρίν).

Η δράση εκτυλίσσεται στο παρόν, με flash backs στο 2002. Τότε, λίγο μετά την τρομοκρατική επίθεση της 9/11, δυο αστυνομικοί, η Τζες και ο Ρέι και μια επίδοξη δικαστής, η Κλερ, μέλη των αντιτρομοκρατικών δυνάμεων, παρακολουθούν ένα ύποπτο τζαμί. Οταν δίπλα του ανακαλύπτουν το πτώμα μιας νεαρής κοπέλας, στιγμή δεν μπορούν να διανοοηθούν ότι ανήκει στην κόρη της Τζες. Οι προσπάθειες να συλληφθεί ο ένοχος δεν αποδίδουν, πιθανόν και με βοήθεια μέσα από το «σύστημα». Μια δεκαετία αργότερα, ο Ρέι επιστρέφει στο προσκήνιο, με νέα στοιχεία που ενδέχεται να μπορέσουν ν' αποδώσουν δικαιοσύνη.

Η ταινία του Μπίλι Ρέι, οσκαρικού σεναριογράφου του «Captain Phillips» μεταξύ άλλων, τα καταφέρνει καλύτερα σε δυο περιφερειακούς άξονες: στο πώς αποτυπώνει, σιωπηλά αλλά αδιάκοπα, τον τρόμο στα media και τις αμερικανικές Αρχές μετά το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους. Και στις μεγάλες σκηνές δράσης, με σκηνοθετικό αποκορύφωμα την καταδίωξη σ' ένα κατάμεστο γήπεδο του μπέιζμπολ προς το φινάλε. Τα οποία ουδόλως ενδιαφέρουν στην ουσία, γιατί δεν καταφέρνει να κάνει ελκυστικό ούτε το μυστήριο, ούτε τους ήρωές του.

Το σασπένς της ιστορίας λείπει, όχι γιατί, ίσως, γνωρίζουμε από την πρώτη ταινία τι θα συμβεί, αλλά γιατί με τα πισωγυρίσματα η ταινία χάνει το ρυθμό της. Οι τρεις πρωταγωνιστές μοιάζουν να παίζουν ο καθένας στο ύφος του και ποτέ δεν αποκτούν μια σύνδεση, πόσω μάλλον ο Ρέι και η Κλερ ένα κατάφορο πάθος: ο Ετζιοφόρ, μια με μαύρα, μια με γκρίζα μαλλιά, για να μη χάνουμε τη χρονική αλληλουχία, είναι όπως πάντα στιβαρός, η Νικόλ Κίντμαν ποζάτη και η Τζούλια Ρόμπερτς, βγαλμένη από μια άλλη ταινία, δυστυχισμένη με τις αφέλειες και τη ζωή της, ζει μόνη της την τραγωδία της. Καμία χημεία, καμία πραγματική συναισθηματική φόρτιση.

Ακόμα χειρότερα, το θέμα της αυτοδικίας που ήδη στην πρώτη ταινία ήταν ενοχλητικά αποδεκτό, εδώ, ίσως και λόγω της περιορισμένης συναισθηματικής εμπλοκής του θεατή, μοιάζει ν' αποθεώνεται παράλογα και χωρίς καμιά ενοχή. Κι έτσι, γνωρίζοντας ήδη το προβλέψιμο «μυστικό» στα μάτια τους, μένουμε περισσότερο να χαζεύουμε τα κομψά ταγιέρ της Νικόλ Κίντμαν και ν' αναρωτιόμαστε αν, σε μια άλλη ταινία, δε θα ήταν απίθανο ζευγάρι με τον Τσιουετέλ.