Θα μπορούσε να πει κανείς ότι, ως παραγωγός, ο Τιμούρ Μπεχμαμπέτοφ προσπαθεί με πάθος να δημιουργήσει ένα καινούριο είδος αφήγησης, όπου ιστορίες που ανήκουν σε διαφορετικά genre αποτυπώνονται αποκλειστικά μέσα από τα παράθυρα ενός φορητού υπολογιστή, είτε πρόκειται για τα καθαρόαιμα φιλμ τρόμου «Unfriended» και «Unfriended: Dark Web», όπου μια παρέα φίλων καταδιώκεται από μια υπερφυσική οντότητα που έχει καταλάβει το προφίλ της νεκρής φίλης τους, είτε πρόκειται για ταινίες με περισσότερο κοινωνική συνείδηση, όπως το «Profile» που παρουσιάστηκε φέτος στην Berlinale και το οποίο ακολουθεί την πορεία μιας δημοσιογράφου που διεισδύει για ρεπορτάζ στον ISIS.

Το «Searching» προσπαθεί με τη σειρά του να αφηγηθεί ένα αγωνιώδες θρίλερ εξαφάνισης (ή μήπως απαγωγής;), παρατηρώντας τις προσπάθειες ενός πατέρα να βρει τα ίχνη της κόρης του μέσα από τις επαφές της στο λάπτοπ, από τα κοινωνικά δίκτυα στα οποία δραστηριοποιούταν αλλά και από το γενικότερο ιντερνετικό της στίγμα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Βέβαια, για λόγους ευκολίας, ο πρωτοεμφανιζόμενος στις ταινίες μεγάλου μήκους Ανίς Τσαγκαντί από την μέση της ταινίας και μετά «κλέβει», ενσωματώνοντας στην αφήγηση και υλικό από κάμερες κλειστού κυκλώματος, live feeding αλλά και ρεπορτάζ τηλεοπτικών καναλιών, διευρύνοντας τελικά την ιδέα του «υλικό μόνο από υπολογιστή» σε κάτι που περιλαμβάνει οποιαδήποτε σκηνή μπορεί να αποτυπώσει η σύγχρονη τεχνολογία, από το Youtube μέχρι το Facetime.

Είναι μια προσέγγιση που έχει μια φρέσκια διάθεση και μια αμεσότητα που ταιριάζει στην ιστορία που ο Τσαγκαντί επιλέγει να αφηγηθεί, αν και κατά στιγμές η ταινία απαιτεί από τον θεατή την καλή διάθεση να συγχωρέσει λογικά σφάλματα αλλά και βολικές ανακαλύψεις, οι οποίες, όπως συμβαίνει στις ταινίες αυτού του είδους, συμβαίνουν ακριβώς την στιγμή που πρέπει για να δοθεί μια νέα ανατρεπτική ώθηση στην ροή της ιστορίας.

Και το «Searching» δεν στερείται ανατροπών, ούτε και πολλαπλών παραπλανητικών στοιχείων. Από τους προφανείς υπόπτους μέχρι τα πρώτα λάθος συμπεράσματα και από τις απρόσμενες αποκαλύψεις μέχρι την επιστροφή στην αρχή για εκ νέου αξιοποίηση των στοιχείων, τα πάντα στην ταινία μαρτυρούν ένα καλοδουλεμένο αλλά γνώριμο φιλμ που είναι περισσότερο κλασικό από όσο θέλει να παρουσιάζεται. Γιατί παρά το όποιο αφηγηματικό τερτίπι, στον πυρήνα του το «Searching» παραμένει μια παλιομοδίτικο αλλά αγωνιώδες θρίλερ, το οποίο δεν επανεφεύρει τους κανόνες του είδους αλλά καταφέρνει να τους υπηρετήσει αποτελεσματικά όσο πατά γερά στην ασφάλειά του.

Σε αυτό βοηθά και η φυσική παρουσία του Τζον Τσο, ο οποίος ως πρωταγωνιστής καταφέρνει να μη χαθεί ανάμεσα στα πολλαπλά παράθυρα της οθόνης αλλά να δημιουργήσει ένα συμπαθές προφίλ που πείθει με την απόγνωση και την απελπισία του. Ο ρόλος του δεν κρύβει εκπλήξεις, όμως ο ίδιος μεταδίδει ένα γνήσιο συναίσθημα πίσω από την στερεοτυπική πορεία του χαρακτήρα του, κυρίως γιατί βασίζεται στο πρόσωπό του και όχι στην σωματικότητα. Το «Searching» δεν είναι «Taken» και ο Τσαγκαντί φροντίζει να χρησιμοποιήσει στο έπακρο τις εκφραστικές δυνατότητες του ηθοποιού του για να δημιουργήσει συναισθηματικό αντιστάθισμα σε μια ιστορία όπου, εξ ορισμού, απουσιάζει η δράση.

Ατυχώς, η ταινία δεν ξεφεύγει από την παγίδα της αφελούς κριτικής των social media, των hashtags και της ιντερνετικής τεχνολογίας, αν και προς τιμή της δεν αφιερώνει αρκετό χρόνο σε αυτή την παράμετρο. Το «Searching» άλλωστε λειτουργεί περισσότερο όταν αποδέχεται την αφέλειά του για να δημιουργήσει γνήσια αγωνία και όταν δεν προσπαθεί να κάνει τα πράγματα πολύπλοκα, είτε κατευθύνοντας κυριολεκτικά την ματιά του θεατή στο κατάλληλο σημείο της οθόνης είτε όταν παραλείπει «αργά» κομμάτια της αφήγησης για να επικεντρωθεί στις κρίσιμες στιγμές. Αυτή δεν είναι μια ταινία με τον Λίαμ Νίσον. Εκείνος θα είχε ήδη σπάσει την οθόνη μέσα στα πέντε πρώτα λεπτά του φιλμ.