Ρώμη, 1946. H μεταπολεμική Αιώνια Πόλη μοιάζει με ανοιχτή πληγή. Καταστροφή, φτώχεια, διαφθορά, ξεπούλημα για ένα κομμάτι ψωμί. Τους κεντρικούς, ιστορικούς δρόμους περιπολούν αμερικανοί στρατιώτες. Στα μάτια των εξαθλιωμένων Ιταλών αυτοί είναι συνώνυμοι της επιβίωσης - τα λίγα δολάρια που θα ζητιανέψουν ή κατεργάρικα θα κλέψουν. Ανάμεσα στα πόδια των μεγάλων τριγυρίζουν μικρά παιδιά, κουβαλώντας την ξύλινη κασέλα τους κι όλα τα ενήλικα βάρη: τον γρήγορο βηματισμό του βιοπαλαιστή, την ανησυχία της επιβίωσης, την φροντίδα των άνεργων γονιών που ζουν δέκα-δέκα σε εργατικές κατοικίες. Αυτά είναι οι μικροί λούστροι, που κυνηγούν τους αμερικανούς GI στρατιώτες, φωνάζοντας με τα σπαστά αγγλικά τους, «Σούσια, Τζο;» («Shoeshine, Joe?»), να τους γυαλίσουν τις μπότες για λίγα κέρματα, μια σοκολάτα.

Αυτό κάνουν όλη τη μέρα ο οραφνός Πασκάλ κι ο κολλητός του φίλος Τζουζέπε - όμως οι δυο τους διαφέρουν από την υπόλοιπη μαρίδα. Εκείνοι έχουν ένα όνειρο: να αγοράσουν το αγαπημένο τους άλογο από τον κεντρικό στάβλο της Ρώμης. Αποταμιεύουν κάθε μέρα για αυτό το σκοπό, αλλά ο στόχος είναι χιλιάδες λιρέτες μακριά. Μέχρι που ο μεγάλος αδελφός του Τζουζέπε τους εμπλέκει σε ένα τυχοδιωκτικό κόλπο, μία ληστεία που στήνει ένας κομπιναδόρος της πιάτσας, και τα πιτσιρίκια βρίσκουν τα χρήματα για να εκπληρώσουν το όνειρό τους. Ομως δεν προλαβαίνουν να το χαρούν - τους τσακώνει η αστυνομία και τους κλείνει στη φυλακή. Κι ο ενήλικος κόσμος, στις φυλακές ανηλίκων, είναι ακόμα πιο σκοτεινός, διεφθαρμένος και αδιέξοδος.

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα με αυτή την ταινία στέφεται ως πατέρας του νεορεαλισμού. Μαζί με τον Ροσελίνι ξεκινούν αυτό το νέο κινηματογραφικό κύμα, όπου η φόρμα, επιχειρεί να αποτυπώσει στο σελιλόιντ τη ζοφερή μεταπολεμική αλήθεια. Γυρίσματα στους δρόμους κι όχι σε σετ, ερασιτέχνες ηθοποιοί και με την κάμερα να καταγράφει «απλώς, τη ζωή» (ή όπως πολύ σωστά είχε πει ο Ορσον Ουέλς «με την κάμερα να εξαφανίζεται»), το κίνημα του «neorealismo» θα φέρει την ανατροπή στο ιλουστρασιόν χολιγουντιανό σινεμά και θα προτείνει στον θεατή έναν κόσμο οικείο, γνώριμο.

Σχεδόν 8 δεκαετίας μετά την πρεμιέρα της ταινίας, το σινεμά έχει κάνει άλματα, ο νεορεαλισμός έχει εξελιχθεί - εδώ ο ίδιος ο Ντε Σίκα τον έχει αποδώσει πολύ πιο αριστοτεχνικά και αυστηρά σε μεταγενέστερες ταινίες του (με έμβλημα τον «Κλέφτη Ποδηλάτων»). Στο σημερινό κοινό, οι κακουχίες των δύο αγοριών στις φυλακές ίσως φανούν ως γνήσιο μελόδραμα κι όχι κάτι ωμά ρεαλιστικό. Τότε όμως, αυτό ήταν το πρώτο βήμα εκτομής των κινηματογραφικών κόλπων και της γυαλιστερής φιλμικής επιδερμίδας, ώστε ο θεατής να αισθανθεί την ουσία της ιστορίας. Οχι μόνο να τη δει.

Πόσο ειρωνικό: ο Ντε Σίκα, για να μάς αφηγηθεί ένα «Λούστρο Παπουτσιών», αφαίρεσε το λούστρο από την κινηματογραφική εικόνα.

Δεν έκανε όμως μόνο αυτό. Μπορεί το μεγαλύτερο επίτευγμα να ήταν η απεικόνιση μιας χώρας σε εξαθλίωση και το κριτικό σχόλιο για το τι ακολουθεί μετά το τέλος ενός πολέμου, όμως ο τρυφερός ανθρωπιστής Ντε Σίκα (αυτή ήταν και η διαφορά του με τον Ροσελίνι - τις εικόνες του Ντε Σίκα τις νιώθεις) δεν επιστράτευσε τυχαία δυο μικρά παιδιά. Ηθελε να τονίσει την παράφορη αδικία: τα παιδιά και τα ζώα είναι ο άμαχος πληθυσμός - δεν έχουν καμία ευθύνη για τον κόσμο που τους παραδίδουμε, αλλά συνήθως πληρώνουν τις μεγαλύτερες συνέπειες.

Για αυτό και τα -φαινομενικά- άτεχνα, «τυχαία» κάδρα του είναι σεταρισμένα σε μεγέθη. Μικροκαμωμένα παιδιά κινούνται σε τεράστιους χώρους - από το χάος των κεντρικών δρόμων, μέχρι την είσοδό τους στα δικαστήρια. Πιτσιρικάκια με κουρέλια ξαφνικά έρχονται αντιμέτωπα με τα ψηλοτάβανα μάρμαρα μίας αίθουσας χτισμένης έτσι ώστε να επιβάλλεται. Ο Ντε Σίκα κινεί παρόμοια και την κάμερα στο ύψος των παιδιών - ώστε να αισθανθούμε ότι οι ενήλικες τους πνίγουν, τους καλύπτουν, εκείνα τρέχουν ανάμεσα σε πόδια, κοιτούν ψηλά. Η μόνη φορά που αντικρίζουν τον κόσμο από θέση υπεροχής είναι όταν καβαλούν το άλογό τους. Εκεί «ψηλώνουν», εκεί ανδρώνονται, εκεί χαμογελούν.

Με τον πιστό του σεναριογράφο, Σεζάρε Σαβατίνι ο Ντε Σίκα κατασκευάζει μία κόλαση - μέσα κι έξω από τις φυλακές. Εναν αφιλόξενο κόσμο, όπου τα μικρά παιδιά, όχι απλώς δεν φροντίζονται, αλλά προδίδονται συνεχώς από τους μεγάλους. Αστυνομικοί, γιατροί, ιερείς, δικηγόροι, δικαστές - όλοι οι ενήλικες του συστήματος είναι αδιάφοροι, διεφθαρμένοι. Κι αν δεν είναι (όπως ο ευαίσθητος διευθυντής των φυλακών) δεν αντέχουν και οι ίδιοι αυτό τον κόσμο και παραιτούνται. Η οικογένεια δεν υπάρχει - ο πατέρας ψάχνει μεροκάματο εξαφανισμένος, ο αδελφός αναζητά το «αμερικανικό όνειρο» σε μικροαπατεωνιές, οι μάνες είναι μονίμως με σβησμένα βλέμματα πάνω από αναμμένα τσουκάλια.

Σπαράζει η καρδιά σου με την εγκατάλειψη των παιδιών σε κελιά να περιμένουν ένα γράμμα, ένα πακέτο με τρόφιμα, μία επίσκεψη- κάθε σεκάνς προσφέρει ένα μείγμα Αθλιων και Ολιβερ Τουίστ μαζί. Οπως το άλογο τους που βρίσκεται εγκλωβισμένο σε σταύλους και κουβαλά πλούσιους τουρίστες στην τουριστική Ρώμη, έτσι και τα παιδιά περιμένουν κάποιος να τους ελευθερώσει. Να τους επιστρέψει στη φύση και τη φύση τους.

Ο Ντε Σίκα θα πνίξει την εικόνα στην απελπισία, θα χτίσει ψηλότερα κάγκελα και θα γκρεμίσει γέφυρες. Πάνω σε μια γέφυρα θα δοθεί και το τέλος. Αλλά θα αφήσει μία χαραμάδα φωτός να διαπερνά το ζόφο. Οσο οι άνθρωποι γκρεμίζονται στο κάρμα τους, το άλογο θα το σκάσει. Θα καλπάσει εκτός κάδρου, θα διαπεράσει την οθόνη, θα ξεπεράσει το «Τέλος» της ιστορίας - προς το άγνωστο, την ελευθερία. Αυτό, τουλάχιστον, τα κατάφερε.