Το 1915, όσο μαίνεται ο Πρώτος Παγκόσμιος, ο Πιερ Ογκίστ Ρενουάρ, στα 75 του, περνά τις μέρες του σ’ ένα απομονωμένο αγρόκτημα, ζωγραφίζοντας αδιάκοπα, παρότι βασανίζεται από ρευματοειδή αρθρίτιδα. Προτιμά να θεωρεί τον εαυτό του ως «εργάτη της τέχνης», παρότι ζει σ’ ένα σπίτι όπου δέκα γυναίκες, υπηρέτριες και πρώην μοντέλα, τον φροντίζουν και τον αποκαλούν με θαυμασμό αφέντη. Στο σφραγισμένο σύμπαν του μεγάλου ιμπρεσιονιστή θα μπει η φιλόδοξη και τολμηρή Αντρέ, το τελευταίο μοντέλο της ζωής του, φέρνοντας δροσιά και έμπνευση. Παράλληλα, ο γιος του, Ζαν Ρενουάρ, που επιστρέφει στο σπίτι για ν’ αναρρώσει από τα τραύματα του πολέμου, θα βρει κι εκείνος στην Αντρέ τη μούσα που θα τον ωθήσει να γίνει σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Ενας σπουδαίος καλλιτέχνης βρίσκεται στη δύση της ζωής του, την ίδια στιγμή που ένας άλλος βρίσκει τη δύναμη να κάνει τα πρώτα του βήματα.

Ως βέρος Γάλλος δημιουργός, ο Ζιλ Μπουρντός καταπιάνεται με όχι μία, αλλά δύο μεγάλες φυσιογνωμίες της τέχνης, μιλά για τη ζωή, τον πόλεμο, το θάνατο, το φευγαλέο της ευτυχίας και την αιωνιότητα της φήμης, τα νιάτα και τα γηρατειά κι όλα αυτά μ’ έναν ακαδημαϊκό, εγκεφαλικό τρόπο με έμφαση στη φόρμα περισσότερο παρά στην ουσία. Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Ενα Κάποιο Βλέμμα του Φεστιβάλ Καννών κι αποτέλεσε την επίσημη πρόταση της Γαλλίας για το Ξενόγλωσσο Οσκαρ, αν και προορίζεται σίγουρα περισσότερο στο ευρωπαϊκό κοινό.

Ο Μπουρντός καταφέρνει θαυμάσια, με τη βοήθεια της φωτογραφίας του Ταϊβανέζου Μαρκ Λι Πινγκ-Μπινγκ, να δώσει στη ζωγραφική του ιμπρεσιονιστή καλλιτέχνη ανθρώπινη ζεστασιά, παλμό ζωής, μυρωδιές και ανάγλυφη υφή, μια και οι εικόνες της ταινίας αναπαράγουν πιστά τους πίνακες του Ρενουάρ. Ο Ρενουάρ της ταινίας εξηγεί στο γιο του ότι το μέλημά του στην τέχνη του είναι η ομορφιά, μια και στον πραγματικό κόσμο υπάρχει ήδη αρκετή ασχήμια κι αυτή είναι η προτεραιότητα και του Μπουρντός στο φιλμ. Παρατηρεί διακριτικά τους ήρωές του, χωρίς εντάσεις ή συγκρούσεις, χωρίς μεγάλο ενδιαφέρον για τους χαρακτήρες τους, τοποθετώντας ένα μυθικό παράδεισο που φορά παρωπίδες, δίπλα στο μέτωπο του πολέμου.

Η «ακίνητη» τέχνη της ζωγραφικής γίνεται παρωχημένη και η κινούμενη τέχνη του σινεμά είναι έτοιμη ν’ απογειωθεί, μοιάζει να ψιθυρίζει η ταινία, αντιπαραβάλλοντας διαρκώς τα σκεβρωμένα, γερασμένα χέρια του Ρενουάρ με τα σφριγηλά κορμιά του Ζαν και της Αντρέ, αλλά το κάνει με τρόπο τόσο συμβατικό που συχνά τα μελωδικά ξεσπάσματα στη μουσική του Αλεξάντρ Ντεπλά προσφέρουν την απαραίτητη αφύπνιση.

Δίπλα σ’ έναν επιβλητικό Μισέλ Μπουκέ (ο Βενσάν Ροτιέρ περνά ελαφρώς απαρατήρητος ως Ζαν και ο «Παιδί με το Ποδήλατο» Τομά Ντορέ εξακολουθεί να είναι ένα νόστιμο αγόρι), η Κριστά Τερέ είναι εκείνη που κερδίζει τα εύσημα για το ρόλο που πλάθει, ως λαϊκή, αναρριχώμενη, εκρηκτική μούσα, με μια ομορφιά πορφυρή όσο τα κόκκινα μαλλιά της, σε μια ταινία που διψά για μια παραπάνω φλόγα και σπιρτάδα.