Αναζητούμε έναν άγνωστο και, πιθανώς, ανύπαρκτο πίνακα, Ολη η ιστορία διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας μεγαλοαστικής δεξίωσης, στους πολυτελείς εσωτερικούς χώρους και στους υπέροχους κήπους μιας εντυπωσιακής έπαυλης, όπου δίνει το παρόν η αφρόκρεμα της Αθηναϊκής κοινωνίας. Τα χιουμοριστικά στιγμιότυπα, διακοσμούν μια πλοκή σχεδόν αστυνομική αλλά εξ’ ίσου ξεκαρδιστική, αφού όλα γυρίζουν από την σοβαροφάνεια στη φάρσα, σε μια ταινία που σε τελευταία ανάλυση φωτογραφίζει παραμορφωτικά την ανεκδιήγητη πραγματικότητα που ζούμε, σε μια εποχή που τα όρια μεταξύ του πλαστού και του γνήσιου, είναι κάτι περισσότερο από δυσδιάκριτα.

O Νίκος Παναγιωτόπουλος υπήρξε ανέκαθεν ένας σοβαρός σκηνοθέτης που απεχθανόταν την σοβαροφάνεια. Ηταν κάτι που μπορούσες να διακρίνεις από την αρχή στο έργο του, το φλερτ του με τον σουρεαλισμό, την υπονόμευση του προσωπείου της κανονικότητας, το έμφυτο χιούμορ του, ακόμη και την αγάπη του για το πνευματικό (αλλά και σωματικό μερικές φορές) σλάπστικ.

Στην «Κόρη του Ρέμπραντ» αυτή του η αγάπη εκφράζεται με απόλυτη σαφήνεια, δίχως κανέναν δισταγμό ήδη από την κάρτα των τίτλων, αφού η ταινία ξεκινά με την λέξη «Μαρξ» να αναβοσβήνει στην οθόνη, μόνο και μόνο για να αντιληφθείς (αν δεν το είχες υποπτευθεί ήδη) ότι ο Παναγιωτόπουλος αναφέρεται όχι στον Καρλ, μα στους αδελφούς Μαρξ, στους οποίους μαζί με τον Λουίς Μπουνιουέλ και τον Αντον Τσέχοφ αφιερώνει την ταινία.

Ομως οι αναφορές και η αγάπη σε κάτι δεν αρκούν για να συνθέσουν κάτι ολοκληρωμένο και δυστυχώς στην «Κόρη του Ρέμπραντ», η τάση του Παναγιωτόπουλου να επικεντρώνει στις ιδέες ενός σεναρίου κι όχι στην δομή και την συνοχή του, μοιάζει να αφήνεται αχαλίνωτη. Και κάπως έτσι το φιλμ μοιάζει σαν μια σχεδόν ασύνδετη συλλογή από στιγμιότυπα και γκαγκς, από (λίγο πολύ προφανεις) σκέψεις, που βρίσκουν ή χάνουν το νόημά τους μέσα από την επανάληψη, τοποθετημένα όλα κάτω από την ομπρέλα μιας πολύ χαλαρής, σχεδόν διάφανης ιδέας και που μοιάζουν να προσπαθούν μάταια και πρόχειρα, να φτιάξουν ένα όλον.

Και μέχρις ότου να παραδοθεί στον απόλυτο σουρεαλισμό και στην σωματική κωμωδία, σε μια σκηνή τουρτοπόλεμου που θα μπορούσε να είναι γελοία αν δεν χτύπαγε σαν το σφυράκι ενός γιατρού τα πιο βασικά κωμικά σου αντανακλαστικά, το φιλμ σέρνεται στην οθόνη δίχως να βρίσκει οποιαδήποτε κορύφωση, οποιοδήποτε βάθος ή έστω να απογειώνεται πετυχημένα στην ελαφρότητα.

Και δυστυχώς ακόμη και οι ηθοποιοί του μοιάζουν να μην είναι σίγουροι για το τι ακριβώς κάνουν, παίζοντας ο καθένας με τον τρόπο που νομίζουν καλύτερο, δίνοντας κάποιοι από αυτούς αληθινά άβολες, αν όχι κακές ερμηνείες. Σε μια ταινία που δεν κατορθώνει να σε πείσει για τον λόγο της ύπαρξής της και που δεν σε αποζημιώνει καν με τον συνηθισμένα πνευματώδη, ευφυή ειρωνικό τρόπο μιας ταινίας του Παναγιωτόπουλου.

Διαβάστε και δείτε ακόμη: