Μπορεί η φύση της Ισλανδίας να μοιάζει μοναδική κι αλλόκοτη, -εξαιρετικά φωτογραφημένη στην ταινία του Γκριμούρ Χακόναρσον-, όμως ακόμη κι αν οι κώδικες των ανθρώπων που κατοικούν την απομακρυσμένη επαρχία της όπου διαδραματίζεται το «Rams», μοιάζουν ελαφρώς παράξενοι, η ουσία, οι καρδιές τους, είναι απόλυτα κατανοητά, παντού.

Οι δυο πρωταγωνιστές της ταινίας του Γκρίμουρ Χακόναρσον είναι δυο ηλικιωμένα αδέλφια, ο Γκούμι κι ο Κίντι που ζουν σε δυο διπλανά σπίτια στην ίδια φάρμα σε μια απομακρυσμένη κοιλάδα της Ισλανδίας. Μοιράζονται την ίδια γη και τον ίδιο τρόπο ζωής, αλλά δεν έχουν μιλήσει ο ένας στον άλλο εδώ και σαράντα χρόνια. Και οι δυο τους εκτρέφουν πρόβατα που τα γονίδιά τους κρατούν από μια αρχαία ράτσα, κριάρια που βραβεύονται κάθε χρόνο στον τοπικό διαγωνισμό.

Οταν όμως η θανατηφόρα, ραγδαία μεταδιδόμενη τρομώδης νόσος θα προσβάλει τα τα πρόβατα του Κίντι, όλα τα κοπάδια της κοιλάδας θα πρέπει να θανατωθούν. Τα δυο αδέλφια θα προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν αυτή την προοπτική το καθένα με τον δικό του τρόπο και στην πορεία θα αναγκαστούν να έρθουν κοντά, ακόμη και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες.

Το «Rams», όπως και το «Of Horses and Men» του Μπένεντικτ Ερλινγκσον πριν από δύο χρόνια, δείχνει με έναν ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο τον στενό, ζωντανό δεσμό που οι κάτοικοι αυτής της απομονωμένης χωράς μοιράζονται όχι απαραίτητα με τα άλογα ή τα πρόβατά τους, μα με την σκληρή παράξενη φύση που τους φιλοξενεί. Τον τρόπο που τα στοιχεία της ορίζουν τις ζωές τους και καθορίζουν τις συμπεριφορές τους.

Ομως αντίθετα από το «Of Horses and Men», που ακολουθούσε μια πολύ πιο χαλαρή σχεδόν σπονδυλωτή αφηγηματική γραμμή, το «Rams» έχει στο κέντρο του μια εξαιρετικά σφιχτή ιστορία με δυο χαρακτήρες που ακόμη κι αν σκιαγραφούνται αδρά, είναι συναρπαστικοί και ερμηνεύονται με εξίσου συναρπαστικό τρόπο από τους δυο σπουδαίους ηθοποιούς.

Το φιλμ του Χακόναρσον κατορθώνει κάτι αληθινά δύσκολο, και σχεδόν επικίνδυνο: κινείται αβίαστα και απόλυτα πετυχημένα ανάμεσα στα είδη, μετακινώντας τον συναισθηματικό του δείκτη ανάμεσα στο χιούμορ και τη μελαγχολία, το δράμα και την ελαφρότητα δίχως να χάνει ποτέ το κέντρο βάρους του.

Κι αν η ιστορία του μοιάζει μικρή, κατορθώνει να την εμποτίσει με τόση τρυφερότητα, αγάπη για τους χαρακτήρες του και προσοχή στην κάθε λεπτομέρεια της ύπαρξης και του τρόπου ζωής τους, που παραδίδει ένα μικρό κομψοτέχνημα που είναι αδύνατον να σε αφήσει αδιάφορο.

Και που κλείνει την υπέροχη ιστορία του με μια σκηνή που είναι από τις πιο όμορφες, συγκινητικές, και μεγαλειώδεις που είδαμε εδώ και πολύ καιρό στο σινεμά.

Διαβαστε εδώ τη συνέντευξη του Γκρίμουρ Χακόναρσον στο Flix