Ο Πολ Μαγκουάιρ και οι συνεργάτες του, Κέιν και Ντόχερτι ζουν μέσα στο έγκλημα. Ενα βράδυ, ληστεύουν επιτυχώς έναν Ρώσο μαφιόζο. Μαζί με μία βαλίτσα με μετρητά, κλέβουν κι ένα ρώσικο όπλο, το Tokarev. Eτσι, ξεκινάει ένας πόλεμος μεταξύ των Ιρλανδών εγκληματιών και της Ρώσικης μαφίας. Πέντε χρόνια μετά και ενώ ο Πολ έχει ξεκινήσει έναν νέο τρόπο ζωής μακριά από το έγκλημα, η Ρώσικη μαφία απαγάγει την κόρη του. Για να τη σώσει θα αναγκαστεί να επιστρέψει στις... παλιές του συνήθειες.

Για να είμαστε ξηγημένοι: αυτή δεν είναι μια ταινία που μπορεί να ενισχύσει την καλτίλα για την οποία μπορεί πλέον να είναι υπερήφανος ο Νίκολας Κέιτζ τα τελευταία χρόνια. Ο λόγος; Πολύ απλός. To «Rage» είναι τόσο κακό που και να προσπαθήσεις να το αναλύσεις θα μοιάζει με προσπάθειας ωραιοποίησής του και ο πρωταγωνιστής του δεν κάνει τίποτα για να βοηθήσει...

Αρχικά, είναι αδύνατον να ξεπεράσεις αυτά τα βαμμένα μαύρα μαλλιά που σέρνονται στο κεφάλι του σαν κατάλοιπο μιας παρατεταμένης εφηβείας.

Δεύτερο είναι τόσο φανερό πως ο Κέιτζ βαριέται να υποδυθεί αυτόν τον πατέρα – πρώην παράνομο – νυν επιχειρηματία – μέλλοντα action hero τόσο πολύ που υπάρχουν στιγμές μέσα στο φιλμ που τον βλέπεις να ξεχνιέται και να σκέφτεται π.χ κάτι σημαντικότερο από το ρόλο του όπως τον λογαριασμό του κινητού του ή κάτι παρόμοιο.

Τρίτον (ναι σε αυτό δεν φταίει ο Κέιτζ) είναι αδιανόητο πόσο κλισαρισμένα είναι σκηνοθετημένο αυτό το δήθεν θλιμμένο φιλμ εκδίκησης που όταν δεν ξέρει πως να ενώσει τις αποσπασματικές και ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές από τις οποίες αποτελείται, χρησιμοποιεί κάτι σαν πλάνα αρχείου με βροχές και νυχτερινά πόλεων, κρύβοντας χωρίς να μπορεί να κρύψει το γεγονός πως είναι γυρισμένο σαν μια τηλεταινία της κακιάς ώρας.

Οσες φορές κι αν ο Ισπανός Πάκο Καμπέθας κολλήσει την κάμερα πάνω στο πρόσωπο του Κέιτζ προσπαθώντας να αποσπάσει ατμόσφαιρα, όσα υποτυπώδη plot twists κι αν εφεύρει το σενάριο των Τζον Αγκνιου και Σον Κέλερ, όσο σαιξπηρικό στόμφο κι αν προσδώσει σε ανόητες ατάκες που εκστομίζονται καταχρηστικά (τύπου για να περνάει η ώρα...) και όσα μπουνίδια κι αν πέσουν, τίποτα δεν μπορεί να σώσει μια φιλμική καταστροφή που οφείλεται πρωταρχικά σε ένα άτεχνο patchwork σεναρίου, σε μια σκηνοθεσία «του ποδιού» και σε εξαντλητικές μούτες του Νίκολας Κέιτζ που θα προσφέρουν άφθονο υλικό στα κατά καιρούς compilations με τα «bad movies we hate» ενός πάλαι πότε καταπληκτικού ηθοποιού.

Το «Rage» ειναι τόσο κακό που ακόμη και οι φανατικοί της δεύτερης καριέρας του Κέιτζ θα προτιμούσαν να το ξεχάσουν. Πράγμα, φυσικά, καθόλου δύσκολο...