Τρεις τελειόφοιτοι λυκείου, στην προσπάθεια τους να γίνουν δημοφιλείς στο σχολείο, αποφασίζουν να υλοποιήσουν την τέλεια ιδέα: να κάνουν ένα πάρτι που δεν θα ξεχάσει κανείς. Τίποτα όμως δεν μπορεί να τους προετοιμάσει γι αυτή τη βραδιά. Σε χρόνο ρεκόρ, το πάρτι θα το μάθουν οι πάντες, σε μια βραδιά που όνειρα θα καταστραφούν, ονόματα θα κηλιδωθούν και θρύλοι θα γεννηθούν.

Αν είμαστε ειλικρινείς: η προοπτική μιας ταινίας όπου τρία δεκαεφτάχρονα (ή μάλλον τέσσερα αφού υπάρχει κι ένα που βρίσκεται συνέχεια πίσω από μια κάμερα που καταγράφει), κάνουν ένα πάρτι που ξεφεύγει, δεν υπόσχεται ακριβώς σκεπτόμενη διασκέδαση ή λεπτό χιούμορ. Και δυστυχώς, το «Project X» δεν θέλει καν να ξέρει τι σημαίνουν τα δύο επίθετα που ορίζουν τις λέξεις «διασκέδαση» ή «χιούμορ» στην προηγούμενη πρόταση. Ακριβώς γιατί το φιλμ του Νίμα Νουριζάντε δεν έχει φτιαχτεί για το κοινό των ταινιών του Γούντι Αλεν, αλλά γι αυτό που δεν έχει ακόμη ξεπεράσει τα προβλήματα της ακμής και προτιμά απόλυτα λογικά, χοντρή πλάκα και εφηβικό χαβαλέ.

Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι η ταινία δεν είναι αστεία ή διασκεδαστική, ίσως όμως, όχι πάντα με τον τρόπο που θα έλπιζες. Ενας σκύλος που απογειώνεται με την ίδια πτητική μέθοδο του σπιτιού του «Up», ένας νάνος που κλείνεται στον φούρνο της κουζίνας, το απαραίτητο ακριβό αμάξι του μπαμπά που καταλήγει στην πισίνα, μεθυσμένα ανεξέλεγκτα κορίτσια, τα υλικά με τα οποία το «Project X» κάνει πλάκα, είναι εξ ορισμού προσβλητικά για κάποιον, ειδικά για όσους αρέσκονται να προσβάλλονται.

Ομως αντίθετα απ ότι θα περίμενες, το φιλμ κατορθώνει να χτυπά την ίδια φλέβα νεανικής επαναστατικότητας και ατίθασης καρδιάς όπως εκείνα που δίδαξαν παλιότερες γενιές εφήβων τι σημαίνει να είσαι νέος, να πηγαίνεις κόντρα στο σύστημα, να υψώνεις το μεσαίο δάχτυλο προς κάθε κατεύθυνση. Από το «Animal House» ως τις ταινίες του Τζον Χιουζ, το «Project X» ακολουθεί την ίδια ατίθαση γραμμή κι ακόμη κι αν στην πορεία νοιάζεται περισσότερο για το gimmick της ερασιτεχνικής κινηματογράφησης με την τεχνική της κάμερας-αυτόπτη μάρτυρα, ή ξεχνά να ενδιαφερθεί για τους χαρακτήρες ή το ταξίδι της «κυριολεκτικής και μεταφορικής» ενηλικίωσης τους, δεν παύει να δίνει το έναυσμα μιας homemade «επανάστασης», που πάει λίγο πιο πέρα από την ανούσια «καταστροφή» του «Hangover» και που δεν πρεσβεύει τίποτα περισσότερο από το -κλασσικό πλέον- εφηβικό μότο αναρχίας κι αυτοδιαχείρισης: «you've got to fight for your right to party».

Κι αν είσαι δεκαεφτά, αυτό μπορεί από μόνο του να αρκεί...