Οταν χάνεται η εξάχρονη κόρη του μαζί με μια φίλη της, ο Κέλερ θα ενώσει τις δυνάμεις του μαζί με τον αστυνομικό Λόκι προκειμένου να βρει τα ίχνη της. Δυστυχώς, όμως το μόνο στοιχείο που έχουν είναι ένα αυτοκίνητο, του οποίου ο οδηγός συλλαμβάνεται αλλά λόγω ανεπαρκών αποδείξεων αφήνεται ελεύθερος. Τότε ο Κέλερ, με μοναδικό στόχο να βρει την κόρη του, και ενώ γύρω του όλα διαλύονται κάτω από το πένθος, θα κάνει μία ύστατη προσπάθεια, παίρνοντας το νόμο στα χέρια του.

Περισσότερο από οποιοδήποτε αξιομνημόνευτο αστυνομικό θρίλερ των τελευταίων δεκαετίων, το αμερικανικό ντεμπούτο του Καναδού Ντενί Βιλνέβ έρχεται να θυμίσει - και γιατί όχι να αναμετρηθεί - με το «Zodiac» του Ντείβιντ Φίντσερ. Μια ταινία που δεν αξιολογήθηκε στην εποχή της όπως της άξιζε (ο χρόνος ελπίζουμε να φροντίσει γι’ αυτό), αλλά που κλείδωσε οριστικά το είδος, ανασύροντας μέσα από μια οριακά κλασική αφήγηση την ανανεωτική ματιά ενός δημιουργού πάνω στην ιδιάζουσα σχέση του ανθρώπου με το έγκλημα και την αγριότητα που είναι δυνατόν φέρει στην επιφάνεια μια αστυνομική έρευνα.

Οι ομοιότητες ανάμεσα στα δύο φιλμ είναι πολλές: από τη διάρκειά τους (το «Prisoners» διαρκεί γεμάτες δυόμιση ώρες), την παρουσία του Τζέικ Τζίλενχαλ (σε μια ακόμη μεγάλη και ολότελα χαρακτηριστική του ταλέντου του ερμηνεία), τη ρεαλιστικά σκοτεινή φωτογραφία (στο «Zodiac» επίτευγμα του αδικοχαμένου Χάρι Σαββίδη, εδώ κατόρθωμα του σπουδαίου Ρότζερ Ντίκινς) και κυρίως αυτή η αίσθηση πως η αστυνομική ίντριγκα (και στις δύο περιπτώσεις η αναζήτηση ενός εγκληματία) είναι μόνο μια πρώτης τάξεως αφορμή για μια βραδυφλεγή και τελετουργική τομή πάνω στην πιο αθέατη και αποτρόπαια εκδοχή μιας κοινωνίας, μιας χώρας και τελικά ολόκληρου του ανθρώπινου είδους.

Καθώς η ώρα περνάει και μια ασήμαντη αρχικά εξαφάνιση δύο μικρών κοριτσιών παίρνει τις διαστάσεις μιας απαγωγής που οδηγεί στην αποσύνθεση δύο οικογένειες, ο Βιλνέβ εκμεταλλεύεται το χρόνο που του δίνει το αντίθετα με τις επιταγές της εποχής αργό και αναλυτικό σενάριο του Ααρον Γκουζιφόσκι, για να υποβάλλει τον θεατή στα συνεχή αποκαλυπτήρια της τρομακτικής υπόστρωσης που κρύβεται κάτω από την αραιοκατοικημένη και φαινομενικά φιλήσυχη επαρχιακή πόλη κοντά στη Γουάσινγκτον των Ηνωμένων Πολιτειών.

Πατώντας πάνω στο δίπολο ενός θρησκευόμενου ξυλουργού της διπλανής πόρτας (ο Κέλερ του Χιου Τζάκμαν) που όμως στο υπόγειο του σπιτιού του κρύβει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο που θα βρει τον ίδιο και την οικογένειά του ασφαλή σε ένα επικείμενο τέλος του κόσμου και ενός αποφασισμένου αλλά εσωστρεφή αστυνομικού (ο Λόκι του Τζέικ Τζίλενχαλ) που όμως είναι σαφές πως κρύβει μέσα του ανομολόγητους δαίμονες από το παρελθόν, ο Βιλνέβ παρακολουθεί με συστηματικό τρόπο την κατάβασή τους σε μια αργή κόλαση καθώς ο πρώτος αποφασίζει να ενδώσει στην αυτοδικία και ο δεύτερος βρίσκει για πρώτη φορά τον εαυτό του στη μέση ενός άλυτου αινίγματος.

Η διαδρομή τους είναι βασανιστική, επώδυνη, τρομακτική και σε κάθε νέο βήμα, που τους βάζει πιο βαθιά στην εμμονή, αποτρόπαια και σοκαριστική. Κάθε νέα πόρτα που ανοίγει γύρω από την ταυτότητα του απαγωγέα αποκαλύπτει και κάτι ακόμη πιο άγριο, φέρνοντας και τους δύο στα όρια τους και δένοντάς τους σε μια σχέση εξάρτησης σαν και οι δύο μαζί – σε εντελώς αντίθετες πορείες λύτρωσης – να είναι ο ιδανικός άνθρωπος που θα φτάσει στο οριστικό τέλος, είτε αυτό είναι η λύση του μυστηρίου είτε η απελευθέρωση του απόλυτου κακού.

Αν όμως ο Φίντσερ στο «Zodiac» καταφέρνει να μην προδώσει ούτε δευτερόλεπτο το τεντωμένο σχοινί πάνω στο οποίο κινείται η εμμονή του ήρωά του και πάνω στο οποίο αμφιταλαντεύεται συνεχώς το θυμικό του θεατή, ο Βιλνέβ δεν είναι πάντα σταθερός απέναντι στο ογκώδες και βαρυσήμαντο έργο του, χαρακτηριστικά που ο ίδιος του προσδίδει μεγενθύνοντας συνεχώς την ελεγειακή και τραγική διάσταση της ιστορίας του.

Είναι αρκετές οι στιγμές που το «Prisoners» μοιάζει υπερβολικά προφανές και στην προσπάθειά του να «δείξει» αυτό που έτσι και αλλιώς λέει, υπογραμμίζει αδικαιολόγητα τις αποφάσεις και τις πράξεις των ηρώων του.

Ισως αυτό να οφείλεται και στην λάθος επιλογή του Χιου Τζάκμαν, που όσο κι αν προσπαθεί να πείσει ως ένας μέσος Αμερικάνος που παίρνει το νόμο στα χέρια του, χάνοντας ταυτόχρονα την πίστη του μοιάζει πολύ λίγος, ειδικά όταν το αντίβαρό του είναι ένας συνταρακτικός Τζέικ Τζίλενχαλ, που μόνο με τις συσπάσεις των μυών του προσώπου του σκορπά όλο τον τρόμο και την απόγνωση απέναντι στην αγριότητα μιας ολόκλης χώρας.

Στη δύσκολη ισορροπία που πρέπει να κρατήσει ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές του, ο Βιλνέβ ξεχνάει επίσης γρήγορα όλους τους περιφερειακούς χαρακτήρες που από τη μέση του φιλμ και μετά εξαφανίζονται όχι μόνο δραματουργικά αλλά και από τη μνήμη του θεατή. Ακριβώς δηλαδή σε εκείνο το σημείο που οι ανατροπές της αστυνομικής ίντριγκας και η υπερφόρτωση των αποκαλύψεων υποβιβάζουν κατά πολύ το όλο εγχείρημα σε ένα τυπικό «λές να είναι αυτός;», πριν η λύση του μυστηρίου έρθει για να κλείσει τελικά μια πολύ «μικρότερη» ταινία από αυτή που παρακολουθείς επί δυόμιση ώρες.

Η οποία, όσο άδικο και αν θεωρεί κανείς πως είναι να τη συγκρίνει κανείς με το αριστουργηματικό «Zodiac», τόσο η αντιπαράθεση την τιμά ως ένα σίγουρα αξιομνημόνευτο στο μέλλον δείγμα ενός είδους, κακοποιημένου επανειλλημένα μέσα στα χρόνια, όπως το αστυνομικό θρίλερ.