Βρισκόμαστε στο Σαντιάγο της Χιλής. Τη δεκαετία του ’40 και του ’50, ο «Αλεχαντρίτο» Χοδορόφσκι αποφασίζει να γίνει ποιητής, ενάντια στη θέληση της οικογένειάς του. Μπαίνοντας στους κύκλους της καλλιτεχνικής αβάν γκαρντ της εποχής, ο εικοσάχρονος Αλεχάντρο θα γνωρίσει τον Ενρίκε Λιν, τη Στέλλα Ντίαζ, τον Νικάνορ Πάρα και άλλους πολλά υποσχόμενους αλλά άγνωστους ακόμα νεαρούς συγγραφείς, που στη συνέχεια θα γίνουν οι Μεγάλοι της μοντέρνας λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. Βυθισμένοι σ’ έναν κόσμο ποιητικού πειραματισμού, θα ζήσουν όλοι μαζί, όπως λίγοι αποτόλμησαν στο παρελθόν: αισθησιακά, αυθεντικά, με τρέλα και πλήρη ελευθερία.

Ελάχιστοι από τους διαβόητους cult δημιουργούς του παρελθόντος στάθηκαν αρκετά τυχεροί ώστε να καταφέρουν να επανεφεύρουν τον εαυτό τους ή έστω να επιβιώσουν καλλιτεχνικά στην εποχή μας, ειδικά εκείνοι που μεσουράνησαν στα πειραγμένα και υπό την επήρεια ’70s. Ο 88χρονος πλέον, Χιλιανός Αλεχάντρο Χοδορόφσκι αποτελεί μάλλον τη θριαμβευτική εξαίρεση, επιστρέφοντας το 2013, 23 ολόκληρα χρόνια μετά την τελευταία του σκηνοθετική απόπειρα, με τον «Χορό της Πραγματικότητας», την ταινία με την οποία θα ξεκινούσε να ξετυλίγει το νήμα μιας άκρως ιδιοσυγκρασιακής αυτοβιογραφικής εποποιίας.

Ηδη με εκείνο το φιλμ, ο Χοδορόφσκι είχε δώσει το στίγμα αυτής της απρόσμενης επιστροφής στα κινηματογραφικά πράγματα: η ολική επαναφορά του πίσω και μπροστά από τις κάμερες (όπου υποδύεται –ποιον άλλον;– τον εαυτό του, που έρχεται να συνδιαλεχθεί με τις νεότερες εκδοχές του!) δεν αποτελεί μια φετιχιστική προσπάθεια να ανακαλέσει το ένδοξο παρελθόν, πασχίζοντας απλά να αναπαράγει κάτι από τις άλλοτε αφελείς, άλλοτε συναρπαστικές, αλλά πάντοτε ευρηματικές και εξωφρενικές ιδέες που συνέθεταν τις πιο διάσημες ταινίες του όπως τα «El Topo» και «The Holy Mountain», σαφή προϊόντα της εποχής τους και των ψυχεδελικών πειραματισμών και φιλοσοφικών αναζητήσεων του σκηνοθέτη.

Μακριά από τις συμβάσεις μιας συνηθισμένης βιογραφίας, τόσο το «Ποίηση Χωρίς Τέλος» όσο και ο προκάτοχός του (τα δύο πρώτα μέρη μιας προγραμματισμένης πενταλογίας) μοιάζουν με μια ερωτική επιστολή στο παρελθόν του ίδιου του δημιουργού τους, ιδωμένη όμως όχι ως μια ναρκισσευόμενη ανάγκη επανεκτίμησης του έργου του, αλλά σαν μια συμφιλίωση με όλα εκείνα που τον διαμόρφωσαν ως άνθρωπο και καλλιτέχνη (ποιητή, συγγραφέα, σκηνοθέτη, σεναριογράφο κόμικ, μυστικιστή και γνώστη των ταρώ, μεταξύ άλλων), ενώ την ίδια στιγμή λειτουργούν ως το απαύγασμα όλων των δημιουργικών εμμονών που σημάδεψαν τη φιλμογραφία του και ως συμπυκνωμένη έκφραση της φιλοσοφίας του για τη ζωή.

Ενώ ο «Χορός της Πραγματικότητας» ξεδίπλωνε τα παιδικά χρόνια του πιτσιρικά Χοδορόφσκι στους δρόμους της Τοπκαπίγια, μιας μικρής παραλιακής πόλης στην άκρη της χιλιανής ερήμου, κάτω από τη σκιά του αυταρχικού πατέρα του και της υπερπροστατευτικής μητέρας του, το «Ποίηση Χωρίς Τέλος» τον βρίσκει πια έφηβο στο Σαντιάγο, όπου θα ανακαλύψει την ποίηση μέσα από τα γραπτά του Λόρκα και θα αποφασίσει να την υπηρετήσει πάση θυσία – ακόμα κι αν, όπως τον προειδοποιεί ο πατέρας του, κινδυνεύει να γίνει αδελφή. Ταυτόχρονα, θα έρθει σε επαφή με την υπό αναβρασμό underground καλλιτεχνική κοινότητα της πρωτεύουσας, θα αναζητήσει τη μούσα του, αλλά και τον εαυτό του, κάτι που θα τον φέρει σε ρήξη με τις επιθυμίες του πατέρα του και της συντηρητικής οικογένειάς του.

Λιγότερο ένα biopic βασισμένο σε αληθινά γεγονότα και περισσότερο ένα μαγευτικό όσο και κατακερματισμένο ημερολόγιο (ο ίδιος το αποκαλεί ψυχομαγεία, ένα είδος οικογενειακής ψυχοθεραπείας μέσω της τέχνης, μια που όλη του σχεδόν η οικογένεια συμμετέχει με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στη ταινία, με δύο από τους γιους του να υποδύονται τον πατέρα του και τον ίδιο σε νεαρή ηλικία!), το «Ποίηση Χωρίς Τέλος» αναπλάθει το παρελθόν του Χοδορόφσκι χωρίς έγνοια για οποιαδήποτε αληθοφάνεια, αλλά με το πνεύμα του σουρεαλισμού και του μαγικού ρεαλισμού για το οποίο έγινε διάσημος να παραμένει ολοζώντανο και την Ιστορία (προσωπική και συλλογική) να διαθλάται μέσα από τον παραμορφωτικό φακό που δημιουργούν οι ατέλειες της μνήμης, ο χρόνος που περνά και η sui generis ματιά του σκηνοθέτη.

Κάπως έτσι, ο Χοδορόφσκι φιλοτεχνεί την ενηλικίωσή του και την αφύπνισή του, καλλιτεχνική και σεξουαλική, σαν ένα αναρχικό ποίημα απ’ όπου περνούν όλες οι αγαπημένες του εμμονές, από τους κλόουν και τους λοιπούς τσιρκολάνους μέχρι την οπερατική μητρική φιγούρα, τους θλιμμένους νάνους, τα πληθωρικά θηλυκά, τις φελινικές επιρροές και τα ταρώ (δίνοντάς μας έτσι μερικές φευγάτες ερμηνείες για τη γένεση μερικών από τις πιο εμβληματικές εικόνες της φιλμογραφίας του), και μετατρέπει εμβληματικές προσωπικότητες από την αβάν γκαρντ σκηνή της εποχής σε εκκεντρικές φιγούρες που μοιάζουν βγαλμένες από κόμικ.

Και όπως πάντα, καταφέρνει να μετατρέψει τα πενιχρά μέσα που έχει στη διάθεση του (η ταινία δημιουργήθηκε σε μεγάλο βαθμό χάρη σε crowdfunding) σε προτέρημα, ωθούμενος όπως πάντα από το ατίθασο, αδάμαστο πνεύμα του και τις χιλιάδες ιδέες που ξεπηδούν από μέσα του: κάποιες ιδιοφυείς, κάποιες προφανείς, όλες τους ωστόσο αποτέλεσμα αυθεντικής έμπνευσης και ειλικρινούς τρέλας: χάρτινες προσόψεις κτηρίων και χαρτονένια τρένα μετακινούνται μπροστά στα μάτια μας, μαυροντυμένες φιγούρες αρπάζουν αντικείμενα από τα χέρια των ηρώων και μετατοπίζουν σκηνικά, σκελετοί και δαίμονες παρελαύνουν σε φαντασμαγορικές καρναβαλικές εκρήξεις.

Ομως δίπλα στην οικεία στους γνώστες του έργου του Χοδορόφσκι οργιαστική εικονογραφία και στα μύρια σουρεαλιστικά ευρήματα, κρύβεται παράλληλα μια πρωτοφανής τρυφερότητα και συγκίνηση που κορυφώνεται σε ένα φινάλε το οποίο θα σημάνει την οριστική απελευθέρωση του ήρωα-alter ego του σκηνοθέτη από τα δεσμά και τους περιορισμούς του οικογενειακού του περιβάλλοντος, μετατρέποντας το φιλμ σε αυτό που πραγματικά είναι: ένας ύμνος στην αέναη αναζήτηση προσωπικής φωνής και μια ταινία για την ποίηση – όχι όμως γι’ αυτή που απαγγέλει αυτοσχεδιάζοντας ο νεαρός Χοδορόφσκι, αλλά γι’ αυτήν που αποτελεί στάση ζωής και την ίδια την ουσία της.