Αν είστε από τους ανθρώπους που γελάνε στην εικόνα δύο σαραντάρηδων που παλιμπαιδίζουν με κρύα ανέκδοτα, μιμήσεις και πορδές, τότε είστε τυχεροί γιατί μπορείτε να εξηγήσετε σε όλους τους υπόλοιπους τι ακριβώς είναι η νέα ταινία του Νίκου Ζαπατίνα, ο οποίος, μετά από μια φιλμογραφία κατιούσας στάθμης μετριότητας («Ενας κι Ενας», «Το Φιλί της Ζωής», «Ηλίας του 16ου», «Μια Φορά κι Ενα Μωρό», «Στα Καλά Καθούμενα») φτάνει με το «Περιμένοντας τη Νονά» στο ... υπόγειο της καριέρας του.

Χωρίς σενάριο, το «Περιμένοντας τη Νονά» βασίζεται κυρίως στο πρωταγωνιστικό του δίδυμο, τον Θανάση Τσαλταμπάση και τον Λευτέρη Ελευθερίου. Ή καλύτερα στη... σχολική τους σχέση που εξαντλείται σε σαχλαμάρες, ατάκες από ανέκδοτα, μουτσούνες, άναρθρους ήχους και από μια τόσο αγνή αντιμετώπιση της ζωής, του θανάτου και όλων των ενδιάμεσων που αγγίζει (αν δεν τα πατάει με άποψη) τα όρια της απόλυτης και απόλυτα ενοχλητικής ανοησίας.

Με μια όχι και τόσο φαεινή ιδέα που δεν στηρίζεται πουθενά, ο Αγησίλαος πηγαίνει στην κηδεία του φίλου του, Ηρακλή για να ανακαλύψει πως ο νεκρός είναι άλλος. Κρατώντας το στεφάνι της κηδείας στο χέρι, φτάνει στο σπίτι του Ηρακλή για να τον βρει ζωντανό αλλά και υπό έξωση. Οι δύο φίλοι αποφασίζουν να πάνε σε κάποιο νησί (!) και όλως τυχαίως εκείνη την ώρα ο Ηρακλής μαθαίνει ότι η νονά του στη Νάξο είναι ετοιμοθάνατη. Φτάνουν στη Νάξο και αρχίζουν να κάνουν διάφορες δουλειές, ανάμεσα στις οποίες είναι να μαζεύουν πατάτες και να δανείζουν το εν λόγω στεφάνι της κηδείας στις απανωτές κηδείες που συμβαίνουν στο νησί. Εκεί θα γνωρίσουν τη Φαίδρα και τον Αλεξ, που μόλις έχουν έρθει για διακοπές από την Κολωνία.

Δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίσει κανείς να αφηγείται τι γίνεται στο «Περιμένοντας τη Νονά». Εκτός από μια τύπου σεναριακή (ο Θεός να την κάνει) ανατροπή, δεν συμβαίνει πραγματικά τίποτα περισσότερο από τα παραπάνω - παρά την έκδηλη πρόθεση να είναι αυτή η ταινία η επιστροφή που κανείς δεν ζήτησε στο παλιό «καλό» ελληνικό σινεμά (#not). Επί μιάμιση ώρα, αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου είναι αδιάφορες, ανιαρές, ανόητες σκηνές ανάμεσα στους δύο αυτούς ηθοποιούς που σε μια έξαρση σαχλαμάρας αγνοούν ότι υποδύονται δύο χαρακτήρες και (δεν) παίζουν σαν κάποιος να τους έχει πει «κάντε όσο πιο πολλές βλακείες μπορείτε για να δικαιολογήσουμε τα 90 λεπτά της ταινίας».

Ετσι και κάνουν, χωρίς ούτε μια στιγμή αναλαμπής, αντίθετα με ατέλειωτα λεπτά που δεν γίνεται τίποτα, εκτός από όσα εδώ και χρόνια δίνουν τηλεθέαση στα φτηνά ελληνικά σίριαλ και επιπλέον μια απαράδεκτη σεξιστική αντιμετώπιση που θέλει τις γυναίκες ηλίθιες, γυμνόστηθες, άπιστες, αμέτοχες στη δράση και έτοιμες να δεχτούν προσβολές για την εμφάνισή τους αρκεί να τις παντρευτείς. Η Demy δεν γλιτώνει, αφού, παρά τη φρεσκάδα της, ο ρόλος της απαιτεί από αυτήν να περπατάει, να κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό και να φωτογραφίζει βότανα, χάνοντας με τον πιο ανούσιο τρόπο την ευκαιρία να είναι το κινηματογραφικό της ντεμπούτο κάτι τουλάχιστον εφάμιλλο του ποπ ταλέντου της.

Το γεγονός ότι η ταινία είναι προσβλητική και προς τους ανεγκέφαλους άντρες (ο χαρακτήρας του Αλεξ – τον υποδύεται ο Σουηδός Τζόελ Σέντερμπεργκ που είχε παίξει σε βίντεοκλιπ της Demy – είναι απαράδεκτα ανόητος όχι μόνο ως ένας νέος άνθρωπος αλλά και ως Γερμανός που δέχεται την καζούρα των Ελλήνων), δεν σώζει φυσικά την κατάσταση που όταν πια τελειώνει σε βρίσκει κατάκοπο, βαθιά απογοητευμένο για το εμπορικό σινεμά της χώρας σου και σε μια ευτυχώς παροδική κρίση ταυτότητας για όλα όσα πίστευες ότι έχουν καταχωνιαστεί για πάντα στο παρελθόν αλλά ξαφνικά τα βλέπεις να θεωρούνται κωμωδία εν έτει 2019.