Ενας βέρος Παριζιάνος, νεαρός καθηγητής φιλοσοφίας βρίσκεται, μετά οργής και λύπης του, με απόσπαση σε γυμνάσιο της επαρχιακής πόλης Αράς. Εργένης, απέφευγε τις μακροχρόνιες σχέσεις, τις δεσμεύσεις, τα παιδιά, τώρα βρίσκεται αντιμέτωπος με την πραγματικότητα ότι αυτές οι μεταθέσεις συμβαίνουν στους single ανθρώπους, ακριβώς επειδή δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις. Αυτός όμως είναι ο Κλεμέν, ένας κυνικός 40άρης, που δεν πιστεύει στον απόλυτο έρωτα κι είναι έτοιμος να πληρώσει το τίμημα. Μέχρι που γνωρίζει την Τζένιφερ, μία κομμώτρια, χωρισμένη μητέρα και ντόπια «επαρχιώτισσα». Η ζεστασιά, η αισιοδοξία της, η παιδικότητά της τον έλκει και οι δυο τους ξεκινούν να είναι μαζί σε μία σχέση που δεν έχουν τίποτα κοινό. Εκείνος της μιλάει για Καντ, εκείνη για την Τζένιφερ Ανιστον. Εκείνος θέλει να απομονώνεται στην ψυχρή μοναξιά του, εκείνη τον τραβάει σε βραδιές καραόκε. Θα μπορέσουν δύο άνθρωποι τόσο αταίριαστοι να παραμείνουν μαζί; Μόνο στις (αμερικανικές) ταινίες.

Ο ηθοποιός και τώρα σκηνοθέτης Λουκά Μπελβό («38 Μάρτυρες») επιχειρεί να παλέψει με τα κλισέ της ρομαντικής κομεντί, έστω και μέσα στο αρχετυπικό σχήμα του «Πυγμαλίωνα» και της αδαούς κοπέλας, το οποίο έχουμε δει τόσες φορές στο σινεμά (κι όχι μόνο). Για αυτό και επιλέγει τον Λοΐκ Κορμπερί, έναν ψυχρό θεατρικό ηθοποιό (της σχολής της Κομεντί Φρανσέζ) και του πετάει σε αντίστιξη τη ζουμερή, χαρά της ζωής (μεταμορφωμένη από τη «Ροζέτα») Εμιλί Ντεκέν. Εκείνη δίνει ανθρωπιά, τρυφερότητα σ' έναν ρόλο του ανθρώπου γεμάτου ελπίδα (αυτό δεν είναι κι ο έρωτας άλλωστε, ελπίδα;), εκείνος κουβαλά το μαύρο σύννεφο του ανάπηρου συναισθηματικά ανθρώπου που δεν μπορεί να βγει από τα όριά του και τεστάρει τα δικά σου.

Ο Μπελβό στο δεύτερο μέρος της ταινίας τραβάει άξαφνα την πρίζα από τις φιλοσοφίες, τις θεωρίες, ή τις χαριτωμενιές μιας κομεντί και γίνεται δράμα - παρόμοιο με τη συνειδητοποίηση ότι οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, αυτά συμβαίνουν μόνο σε ταινίες. Η ατμόσφαιρα βαραίνει, την κατάληξη θα τη δείτε με τα μάτια και την καρδιά σας.

Οχι, η ταινία δεν είναι αμερικανιά (χωρίς βέβαια να αποφεύγει την τάση προς τη... γαλλικουριά) και προσφέρει μία έντιμη αφήγηση αυτής της ιστορίας. Αυτό δεν την κάνει αυτομάτως καλή ταινία - πειστική, ατμοσφαιρική, διασκεδαστική, αλλά σίγουρα χαρίζει περισσότερο βάθος στη τυπική λαμπερή επιδερμίδα των κομεντί και μία πρωταγωνίστρια σε ρεσιτάλ λαϊκής απενοχοποιημένης ζεστασιάς που σε κερδίζει. Αν κάτι τέτοιο είναι... ο τύπος σας, προχωρήστε ελεύθερα.