Δέκα χρόνια μετά τους Αγώνες του 2004, μια παρέα αγοριών ζει ανάμεσα στις εγκαταλελειμένες αθλητικές εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Χωριού της Αθήνας. Τα αγόρια περιφέρονται άσκοπα ανάμεσα στα ερείπια, στήνοντας παιχνίδια-βίαιες απομιμήσεις των ολυμπιακών αθλημάτων- και οργανώνοντας ζευγαρώματα σκύλων για να βγάζουν χρήματα. Ο μεγαλύτερος της παρέας, ο Δημήτρης (17) μαζί με την Aννα (22) - πρώην αθλήτρια- προσπαθούν να ξεφύγουν από το Χωριό με προορισμό τα τουριστικά ξενοδοχεία των νοτίων προαστίων. Καθώς οι εξορμήσεις τους συνεχίζονται και τα δυο παδιά εισχωρούν όλο και πιο πολύ στις ζωές των τουριστών, η επιθυμία του Δημήτρη για αποδοχή θα δοκιμαστεί με βίαιο τρόπο.

Για την πρώτη του τουλάχιστον ώρα, το ντεμπούτο της Σοφία Εξάρχου λέει με τον πιο εκκωφαντικό, συναισθηματικό και σωματικό τρόπο όλα όσα μπορούν να ειπωθούν για τη γενιά του 2000, παιδιά που σήμερα περνούν την εφηβεία τους έχοντας ακούσει τη λέξη «κρίση» να συνοδεύει ακόμη και καταχρηστικά κάθε συμφραζόμενο, χαμένα στα απομεινάρια που άφησε πίσω της, εδώ, όχι μια φυσική καταστροφή - για όσους σπεύσουν να μιλήσουν για το ελληνικό «Gummo» - αλλά η απόλυτη εγκατάλειψη, εκείνο το άδειασμα που μένει όταν σε μεγαλύτερη ακτίνα από αυτή που βλέπεις δεν υπάρχει τίποτα για να σου κρατήσει το βλέμμα.

Το σκηνικό του «Park» είναι ακραίο, όσο ακραία είναι η πραγματικότητα ενός ολυμπιακού χωριού που εκτός από απτό σημάδι της ανόδου και της πτώσης μιας ολόκληρης χώρας έγινε σύμβολο τόσων πολλών πραγμάτων, περισσότερων απ' όσο θα μπορούσαν να αντέξουν τα - θα το διαπιστώσετε και μέσα στην ταινία - όχι και τόσο ανθεκτικά υλικά του. Ακραίοι είναι και οι ήρωες του «Park», όσο ακραία είναι τα παιδιά που μεγαλώνουν εγκλωβισμένα μέσα στον ανοιχτό χώρο στην άκρη της πόλης, εκεί που αν για κάποιο λόγο σταματήσει το βουητό από την εθνική οδό και οι μηχανές από τα εργοτάξια μπορεί και να ακούσεις τις φωνές τους.

Η Σοφία Εξάρχου τους τοποθετεί στο χώρο και αρχίζει να τους παρατηρεί, να υποπτεύεται πόση βία κρύβουν τα αθώα παιχνίδια τους. Να αντιλαμβάνεται πως το βλέμμα τους κοιτάζει πάντοτε ψηλά ή χαμηλά, σαν να υπάρχουν κάπου τα κομμάτια μιας μεγαλύτερης εικόνας που ποτέ δεν σχηματίζεται. Να συνειδητοποιεί πως ό,τι συμβαίνει στις ζωές τους εκφράζεται μέσα από το σώμα τους: τον ήλιο που το καίει, την πάλη που το σημαδεύει, το νερό που το κάνει να γυαλίζει, το σεξ που το πονάει. Και δίνοντας χώρο στην καθημερινότητά τους, τους αφήνει να αφηγηθούν τις ιστορίες τους, με τον ίδιο τρόπο που τις ζουν: διακεκομμένα, σαν μικρά στιγμιότυπα μέσα στο χρόνο, σαν ένα τραγούδι που παίζει στο φόντο ή μια μέρα σε μια δουλειά που σιχαίνεσαι, σαν μια βόλτα για μπάνιο ή σαν ένα ακόμη παιχνίδι (εξουσίας) με τα παιδιά μέσα στα εγκατελελειμμένα ντους του χωριού.

Οχι, το «Park» δεν είναι ντοκιμαντέρ. Η μυθοπλασία του είναι κυρίαρχη, απλά δεν είναι προφανής. Οχι μόνο γιατί η Εξάρχου επιλέγει οτιδήποτε πρέπει να μάθει κανείς γι' αυτά τα παιδιά και τις ζωές τους να το μάθει παρατηρώντας τα μαζί της, αλλά γιατί κάθε μικρή ή μεγάλη σκηνή της καθημερινότητας αυτού του λες ατελείωτου καλοκαιριού εμπεριέχει μέσα της μια ολόκληρη διαδρομή από την αθωότητα στην ενηλικίωση. Σαν να είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να κρατήσει τους ήρωες του «Park» ζωντανούς, όλα τα παιχνίδια τους καταλήγουν σε κάτι βίαιο, σε κάτι που θα μπορούσε να αποβεί πραγματικά μοιραίο και κάθε ομαδικό τους ξέσπασμα ολοκληρώνεται μέσα σε ένα θόρυβο - άναρθρες κραυγές ρεμιξαρισμένες με την ηχώ μέσα στα άδεια κτίρια, σαν γαβγίσματα σκυλιών που άλλοτε ακούγονται απειλητικά και άλλοτε γεμάτα λαχτάρα για συντροφιά.

O φετιχισμός με τον οποίο η Εξάρχου κινηματογραφεί τις σωματικές εξάρσεις των ηρώων της είναι η πιο ζωντανή απόδειξη του ταλέντου της. Στη μακρά παράδοση του Λάρι Κλαρκ, ο τρόπος με τον οποίο η κάμερα αφηγείται τις ιστορίες τους είναι μαζί σέξι και ψυχρός, εμμονοληπτικός τόσο ώστε να μπορέσει να εκφράσει όλα όσα αυτά τα παιδιά θα αργήσουν πολύ να εκφράσουν συγκροτημένα με λόγια, πάντα τρυφερός και με μια αθωότητα που αναδύεται φυσικά από τον μοναδικό στενό δεσμό που διατηρούν στη ζωή τους: αυτόν με το σώμα τους και την αντοχή του ή την ευλυγισία του απέναντι στη μεγάλη πρόκληση που λέγεται ζωή.

Η εισαγωγή του «Park» στη γενιά αυτή που - εδώ στην πιο ακραία εκδοχή της - βρίσκεται αντιμέτωπη ήδη με το... τίποτα, σε καθηλώνει με την αυτοπεποίθηση που έχει ενορχηστρωθεί, με το πόσα πολλά λέει μέσα από τους ελάχιστους διαλόγους που ακούγονται, με τη σκονισμένη φωτογραφία της Μόνικα Λεντζέφσκα, τη σχεδόν αριστουργηματική δουλειά στον ήχο και τη διεύθυνση των ερασιτεχνών ηθοποιών και φυσικά με ειδική μνεία στον Δημήτρη Κίτσο που κρατάει με την αφοπλιστική του αθωότητα το βάρος του πρωταγωνιστή και την αποκάλυψη που ακούει στο όνομα Δήμητρα Βλαγκοπούλου, θηλυκό αντίβαρο στον γεμάτο ματσίσμο κόσμο της ταινίας.

Είναι λοιπόν ίσως λογικό πως με τη φόρα που έχεις μπει μέσα σε αυτό το πρώτο μέρος (και παραβλέποντας αστοχίες όπως για παράδειγμα η αναξιοποίητη, άνευ λόγου στην πραγματικότητα γραφική φιγούρα της μητέρας), τα πράγματα να μπερδεύονται για τον θεατή όπως και για την ίδια την Εξάρχου όταν τα παιδιά βγαίνουν από τα σύνορα του Ολυμπιακού Χωριού για να περιηγηθούν στην αθηναϊκή Ριβιέρα. Μπερδεμένα κι αυτά απέναντι σε ένα κόσμο που δεν γνωρίζουν θα έρθουν σε επαφή με βορειοευρωπαίους τουρίστες που - φευ - θα συνδέουν για πάντα το καλοκαίρι στην Ελλάδα με την κραιπάλη, σε δύο αμήχανες σκηνές που ορίζουν με κάποιο τρόπο την οριστική ενηλικίωση των δύο κεντρικών ηρώων.

Σε μια ταινία που δεν δείχνει (και δεν θα έπρεπε) να φοβάται για τους έντονους συμβολισμούς της και που σε ένα ολόκληρο πρώτο μέρος γνωρίζει πολύ καλά για τι πράγμα μιλάει και πώς θέλει να το πει, η διαδρομή προς το φινάλε είναι συγκεχυμένη - πολιτικά και κινηματογραφικά. Ο ρεαλισμός δίνει τη θέση του σε μια επιλεκτική πραγματικότητα (που αγγίζει εδώ το ας το πούμε για να καταλαβαινόμαστε weird σινεμά, σε μια ταινία που διαφέρει μέχρι εκείνη την ώρα με άποψη από αυτό) και τα σύμβολα (όπως αυτό ενός παιδιού που κάνει στριπτίζ στη μέση ενός κύκλου από μεθυσμένους τουρίστες που του ρίχνουν πενηντάευρα) χάνουν τη δυναμή τους, περιορίζοντας κατά πολύ μια ταινία που δεν είχε κανένα λόγο να αναμετρηθεί με καμία καταχρηστική έννοια «καπιταλισμού» ή «δυτικής βαρβαρότητας» ή κάτι τέτοιο.

Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές του «Park», λίγο πιο πριν, πίσω στο Ολυμπιακό Χωριό, μια σπαρακτική απώλεια (δεν σας λέμε γιατί είναι spoiler) γίνεται η αφορμή για την πραγματική ενηλικίωση. Χωρίς λόγια, χωρίς καμία υπογράμμιση, μόνο με τον ήχο ενός αχνού παιδικού κλάμματος και την καθοριστική στιγμή που ένα αγόρι γίνεται άντρας κουβαλώντας σχεδόν το βάρος όλου του κόσμου στα χέρια, έχεις βρεθεί αντιμέτωπος με την κατά μέτωπο επίθεση της πραγματικότητας μέσα σε ένα τόπο (ναι και μια χώρα) που ακόμη και μέσα στο απέραντο κενό της μπορεί να παραμένει ένα κάποιο καταφύγιο.

Αντιφάσεις που ξεδιπλώνονται σε ένα από τα πιο εντυπωσιακά ντεμπούτα των τελευταίων χρόνων και το οποίο συστήνει μια δημιουργό που δεν εγκαταλείπει στιγμή δυνάμεις στο δικό της μπρα-ντε-φερ με ένα ριψοκίνδυνο κόνσεπτ και με τις ατέλειες που από τη φύση του κρύβει κάθε τι τόσο φιλόδοξο.