Η Εμιλι (Ρούνεϊ Μάρα) είναι μία κοπέλα με ιστορικό μανιοκατάθλιψης. Οταν ο καταδικασμένος για παραβίαση οικονομικού απορρήτου χρηματιστής σύζυγός της (Τσάνινγκ Τέιτουμ) αποφυλακίζεται, η 28χρονη κοπέλα παθαίνει κρίσεις πανικού κι ο εφιάλτης επιστρέφει. Ενας νέος, φιλόδοξος ψυχίατρος (Τζουντ Λο) ξεκινά να την κουράρει με το καινούργιο ψυχοφάρμακο της αγοράς, το οποίο του προτείνει η προηγούμενη γιατρός της Εμιλι (Κάθριν Ζίτα Τζόουνς). Η ταλαιπωρημένη κοπέλα βλέπει πρόοδο με την νέα αγωγή, αλλά το φάρμακο έχει παρενέργειες: υπνοβατεί και επιτίθεται βίαια, χωρίς συνείδηση ή μνήμη του τι κάνει. Και όπως είναι φυσικό, η τραγωδία παραμονεύει λίγα χάπια μακριά.

Ο Στίβεν Σόντερμπεργκ, ένας πάλαι ποτέ αγαπημένος σκηνοθέτης, με ιδιαίτερο στιλ και ιδέες, από τους πρώτους που πειραματίστηκαν με το ανεξάρτητο σινεμά δίνοντας φρέσκο αέρα στην κινηματογραφική αφήγηση, τελειώνει την καριέρα του με κάτι τόσο συμβατικό που δεν το πιστεύεις. Μετά το πρώτο μισάωρο της ταινίας, πιστεύεις ότι έχεις καταναλώσει κι εσύ ληγμένα και έχεις παρενέργειες. Αυτό που βλέπεις στην οθόνη δεν έχει ούτε την στιλιστική ούτε την κινηματογραφική υπογραφή του σκηνοθέτη. Μονοδιάστατο, ενώ προσπαθεί να περάσει ως Χιτσκοκικό. Δήθεν σκοτεινό, αλλά η γκρι ψυχρή παλέτα στη φωτογραφία δεν καθιστά μία ταινία αυτόματα νουάρ. Προβλέψιμο, ενώ νομίζει ότι σε ξαφνιάζει ως ανατρεπτικό. Απλοϊκό, ενώ υποτίθεται ότι εμπεριέχει μήνυμα.

Το μήνυμα έχει να κάνει με την ευκολία των ισχυρών φαρμακευτικών εταιριών να σπρώχνουν στην αγορά ψυχοφάρμακα, αλλά και την ακόμα περισσότερη άνεση με την οποία ο σύγχρονος άνθρωπος επιλέγει να «κόψει δρόμο» στην ανάρρωσή του από πάσας μορφής ψυχική ασθένεια. Αντί να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, το στρες, την πηγή της κατάθλιψής μας κατεβάζουμε μαγικά χαπάκια που υπόσχονται να εξαφανίσουν τα σκοτάδια του μυαλού μας. Μόνο που τα χάπια έχουν παρενέργειες. Σε εμάς προσωπικά, αλλά και στις κοινωνίες μας. Κι όσο εξυπηρετούν οικονομικά συμφέροντα, τότε οι παρενέργειες είναι και πολιτικές.

Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά δεν τα είδαμε ούτε με την δουλεμένη αφηγηματική ενός «Traffic» κοινωνικού δράματος, ούτε με την νουάρ ατμόσφαιρα ενός «Εγγλέζου», ούτε καν με μία mainstream προσέγγιση μίας «Out of Sight» αστυνομικής ταινίας. Ο Σόντερμπεργκ μοιάζει τα τελευταία χρόνια να κινείται βιαστικά, βεβιασμένα, να στήνει ταινίες χειροποίητα, πρόχειρα, χάρτινα. Κάποιες πετυχαίνουν περισσότερο από άλλες (το «Magic Mike», ή ακόμα και το b movie «Haywire»). Στην περίπτωση του «Side Effects» όμως η πτώση στην κατάθλιψη (αν τυχαίνει να αγαπάς το παρελθόν του σκηνοθέτη) είναι αναπόφευκτη.

Επίσης, είναι άξιο απορίας πώς ο Τζουντ Λο δεν είχε την εμπειρία και τη διαύγεια να διακρίνει το σχηματικό σενάριο, ή γιατί η Ρούνεϊ Μάρα (μετά την θριαμβευτική περσινή χρονιά της) επέλεξε ένα τόσο μέτριο come back. Η μόνη που είναι στο στοιχείο της είναι η Κάθριν Ζίτα Τζόουνς: η bitch καρικατούρα της βγαίνει πλέον αβίαστα.