Ο αυτοδημιούργητος, Χάρης Παπαδόπουλος τα έχει όλα: μια έπαυλη, βραβεία και ένα υπέρ-πλούσιο τρόπο ζωής. Οταν όμως η οικονομική κρίση χτύπησε, ο Χάρης και η οικογένειά του τα χάνουν όλα! Ολα εκτός από ένα αδρανές και ξεχασμένο κατάστημα Fish & Chip “Ta Τρία Αδέλφια”, που έχει εξ’ αδιαιρέτου με τον, αποξενωμένο εδώ και χρόνια από την οικογένεια, αδελφό του, Σπύρο. Μην έχοντας άλλη εναλλακτική, ο Χάρης και η οικογένειά του αναγκάζονται να πάρουν τις βαλίτσες τους και απρόθυμα, πάνε να μείνουν με τον ‘Θείο Σπύρο’, πάνω από το εγκαταλελειμμένο εστιατόριο «Τα Τρία Αδέλφια». Ολοι μαζί πια, ξεκινάνε να αναστήσουν το εστιατόριο, κάτω από το ύποπτο βλέμμα του παλαιού τους αντίπαλου από το απέναντι Τούρκικο κεμπάπ μαγαζί, του Χασάν, του οποίου ο γιος έχει μάτια μόνο για την κόρη του Χάρη, την Κέιτι. Καθώς κάθε μέλος της οικογένειας αρχίζει να συμφιλιώνεται με την νέα τους ζωή, ο Χάρης προσπαθεί να ξανακερδίσει την παλιά του αυτοκρατορία. Ομως, καθώς το εστιατόριο επανέρχεται στην ζωή, παλιές αναμνήσεις έρχονται στην επιφάνεια και ο Χάρης ανακαλύπτει ότι η πραγματική ευτυχία είναι η χαρά που σου δίνουν τα μικρά πράγματα...

Το «Παπαδόπουλος & Σία», μοιάζει αναπόφευκτο να φέρει στο μυαλό φιλμ σαν το «Γάμος Αλά Ελληνικά» της Νία Βαρντάλος, όμως ακόμη κι αν μίλα πάνω κάτω για τα ίδια πράγματα, για τις οικογενειακές αξίες, την ελληνικότητα στην «ξενιτιά», την διαφορετική νοοτροπία μεταξύ διαφορετικών γενιών, αποφεύγει το χοντροκομμένο χιούμορ και τα «κάτω από τη μέση» χτυπήματα στο θυμικό μας.

Εδώ η σάτιρα των παράξενων Ελλήνων, ο ελαφρώς σκληρός (πλην δίκαιος) τρόπος με τον οποίο εκείνη η ταινία αντιμετώπισε την ελληνοαμερικανική κουλτούρα υποχωρεί για δώσει χώρο σε μια μεγαλύτερη δόση τρυφερότητας κι ένα χιούμορ που είναι πιο λεπτό, αλλά όχι πάντα τόσο αστείο όσο θα περίμενες.

Ομως εκτός του ότι το φιλμ διαδραματίζεται στην Αγγλία οπότε ο συναισθηματικός του τόνος είναι εκ προοιμίου μερικές οκτάβες πιο κάτω, ο Μάρκος Μάρκου δεν στοχεύει τόσο σε μια καθαρόαιμη κωμωδία, όσο σε μια αστεία μα και γλυκόπικρη υπενθύμιση για το τι ακριβώς συνθέτει μια οικογένεια και το τι τελικά έχει αληθινή σημασία στη ζωή.

Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί μπορεί να να είναι τραβηγμένο στα άκρα για χάρη του χιούμορ, όμως, ο τρόπος που χειρίζεται τους ήρωες του και τις συνθήκες τους είναι ευπρόσδεκτα λεπτός, εκεί που εύκολα θα μπορούσαν να καταλήξουν φτηνές καρικατούρες.

Από την άλλη, τόσο οι χαρακτήρες, όσο και ολόκληρο το «Παπαδόπουλος & Σία», δεν μοιάζει να έχει καμιά αληθινά απροσδόκητη πτυχή, τίποτα που να μην είναι εύκολο να διαβάσεις, να προβλέψεις, να περιμένεις από την αρχή ως το τέλος. Από τις ιδέες του για την αξία των απλών πραγμάτων και την δύναμη των δεσμών της οικογένειας, από την ρητορική του εναντίον της εμμονής με το χρήμα και τον σχολιασμό της κρίσης, μέχρι τον τρόπο που χειρίζεται την ελληνικότητα, ακόμη και την διαμάχη Κυπρίων και Τούρκων, τίποτα δεν είναι ενοχλητικό αλλά και τίποτα δεν είναι καινούριο.

Το φιλμ μπορεί να είναι φτιαγμένο καλά, αλλά δεν παύει να είναι φτιαγμένο δίχως να ξεφεύγει στιγμή από μια πολυχρησιμοποιημένη συνταγή. Από την άλλη, όπως και τα fish & chips, μερικές φορές κάτι τόσο γνώριμο και συνηθισμένο έχει κι αυτό την δική του γοητεία του και την δική του γεύση, κάτι που μάλλον επιβεβαιώνει το βραβείο κοινού που κέρδισε το φιλμ στο τελευταίο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.