Δύο γυναίκες, ιδιοκτήτριες ενός ιδιωτικού οικοτροφείου για μικρά κορίτσια, βλέπουν τη ζωή τους να καταστρέφεται, όταν μία ανυπότακτη μαθήτριά τους διαδίδει ότι η σχέση τους είναι «αφύσικη». Ο κοινωνικός τους μικρόκοσμος σοκάρεται ανεπανόρθωτα, οι γονείς αποσύρουν τα παιδιά τους από το σχολείο, ο αρραβώνας της μίας διαλύεται, και η τραγωδία δεν αργεί να ακολουθήσει...

Η εκδοχή του 1961 ήταν η δεύτερη απόπειρα του Γουίλιαμ Γουάιλερ να διασκευάσει κινηματογραφικά το ομώνυμο επιτυχημένο θεατρικό έργο της Λίλιαν Χέλμαν. Με την πρώτη («These Three», 1936) αναγκάστηκε να συμβιβαστεί σε κάτι πολύ διαφορετικό, καθώς η κινηματογραφική λογοκρισία της εποχής δε επέτρεπε ούτε νύξη στο θέμα της ομοφυλοφιλίας. Η ίδια η Χέλμαν είχε αναλάβει τότε τη διασκευή του σεναρίου, και το αποτέλεσμα ήθελε τους κακόβουλους «ψιθύρους» να αφορούν ένα παράνομο ερωτικό τρίγωνο ανάμεσα στις δύο ηρωίδες και τον αρραβωνιαστικό της μίας. Το 1961 ο Γουάιλερ αποφάσισε να γυρίσει την εκδοχή που πλησίαζε τη δύναμη του θεατρικού. Και μπορεί, μισό αιώνα μετά, «οι Ψίθυροι» να φαντάζουν ακόμα συντηρητικοί σε κάποιους χειρισμούς τους, όμως τόλμησαν να θέσουν το λεσβιακό ζήτημα στο κινηματογραφικό κοινό κι αυτό ήταν απαράμιλλα γενναίο σε εποχές που οι ταινίες θεωρούσαν ταμπού ακόμα και τα... διαζύγια.

Ο Γουάιλερ καθοδηγεί εξαιρετικά τις δύο πρωτοκλασάτες ηθοποιούς του – η ανακάλυψή του Οντρεϊ Χέπμπορν διαλύεται σταδιακά και αθόρυβα μπροστά στο φακό του, ενώ η Σίρλεϊ ΜακΛέιν, άλλοτε εκρηκτικά κι άλλοτε με εγκράτεια, κλέβει την παράσταση σ' έναν εξαιρετικά δύσκολο ρόλο. Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το πόσο αριστοτεχνικά ο Γουάιλερ σκηνοθετεί τους χώρους, χρησιμοποιώντας το βάθος πεδίου, τη γεμάτη σκιές ασπρόμαυρη φωτογραφία και το γεωμετρικό στήσιμο των κάδρων με τρόπο που δίνει στα σπίτια ένα χειροπιαστό όγκο, ένα «βάρος» που καταπλακώνει σημειολογικά τις ηρωίδες. Πέρα από όσα διαδραματίζονται στην οθόνη, οι σκάλες, τα ύψη, τα κάγκελα και τα σκοτάδια του οικοτροφείου μας κάνουν να νιώθουμε τη σαφέστατη διάσταση ενός κοινωνικού περιβάλλοντος που εγκλωβίζει, τιμωρεί.

Κατά ειρωνικό τρόπο, αυτό το ίδιο το περιβάλλον είναι και ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Για τα ήθη του 1961, η απόφαση να μη στήσεις ξεκάθαρα το θέμα σου μέσα από την πραγματικότητα μίας γκέι σχέσης αλλά πάνω στον αστήριχτο ψίθυρό της, ήταν αναπόφευκτη υπεκφυγή. Ακόμα και σήμερα όμως, ίσως αυτό να αποτελεί τη δύναμη της ταινίας. Το κακόβουλο κουτσομπολιό της μικρής σατανικής μαθήτριας δεν είναι αλήθεια (ή, τουλάχιστον, για την ηρωίδα της Σίρλεϊ Μακ Λέιν «είναι ψέμα με μία δόση αλήθειας»), αυτό όμως που αληθεύει είναι η κοινωνική αντίδραση απέναντί του. Η έλλειψη ανοχής σε οποιαδήποτε διαφορετικότητα, η καταδίκη σε απομόνωση, ο ρατσισμός, ή αηδία. Η σαρωτική δύναμη ενός θρασύδειλου ψιθύρου που αποδεικνύεται εκκωφαντικός. Το κοινό μπορεί να μην έρχεται αντιμέτωπο με μία πραγματική γκέι σχέση, βλέπει όμως ξεκάθαρα τον εαυτό του.

Επιπλέον, ο πρωτότυπος τίτλος, «The Chidren's Hour» θέτει μία εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράμετρο. Ακόμα και άνθρωποι που θεωρούν τους εαυτούς τους προοδευτικούς, δε θέλουν την παραμικρή επαφή του παιδιού τους με γκέι εκπαιδευτικό. Η οποιαδήποτε ανεκτικότητα σταματά εκεί. Η λογική σταματά εκεί. Και όλα δίνουν τη θέση τους για άλλη μια φορά στο φόβο. Τα παιδιά ήταν, είναι και θα είναι πάντα το κοινωνικό άλλοθι για να χαράζονται διαχωριστικές γραμμές στην ανοχή μας. Αν κάποιος φυτέψει έστω και τον σπόρο μίας αδιόρατης απειλής απέναντι «στα παιδιά μας», η μάζα είναι έτοιμη να αποδεχτεί και τα πιο φασιστικά μέτρα. Και δυστυχώς κάπου εκεί χάνεται η κρίση, η ψυχραιμία, η πραγματικότητα.

Οχι, ο Γουάιλερ δεν έστησε ποτέ μία ταινία γύρω από το σοκαριστικό και «εξωτικό» θέμα μίας γκέι σχέσης. Και τότε, και πενήντα χρόνια μετά, στο μικροσκόπιό του δεν ήταν ποτέ το ζευγάρι. Ημασταν πάντα εμείς. Οσα πιστεύουμε ότι ξεπεράσαμε, κι όσα έχουν μείνει τρομαχτικά ίδια.