Παρίσι 1960. Ο χρηματιστής Ζαν-Λουί και η σύζυγός του Σουζάν ζουν μια συντηρητική, ήσυχη, μεσοαστική ζωή σε ένα κομψό διαμέρισμα. Οταν ο Ζαν-Λουί ανακαλύψει τον 6ο όροφο του κτιρίου που κατοικούν - τον μικρόκοσμο 6 γυναικών υπηρετριών από την Ισπανία- η ζωή του θα αλλάξει. Θα γεμίσει χρώμα, ήλιο και εξωτική διάθεση!

Σε αντίθεση με τα τακτοποιημένα διαμερίσματα της υψηλής τάξης στο Παρίσι της δεκαετίας του ’60, που έκρυβαν, όμως, πίσω από τα καλογυαλισμένα ασημικά τους τις σπαρακτικές ιστορίες των ξένων υπηρετριών που ζούσαν στον παραδοσιακό «τελευταίο όροφο», η ταινία του Φιλίπ Λε Γκε είναι μάλλον απλά... τακτοποιημένη.

Ολα τα στοιχεία που την αποτελούν είναι σωστά και στη θέση τους. Από τον χαρακτήρα του χρηματιστή (τον υποδύεται με μεστή κωμική χροιά και αφοπλιστική μελαγχολία ο παραγνωρισμένος Φαμπρίς Λουκινί) που θα ερωτευτεί την νεαρή Ισπανίδα υπηρέτρια που εισβάλλει στο σπίτι του σαν ένας σαρωτικός άνεμος αλλαγής, μέχρι τη νεόπλουτη σύζυγο του και τις γεμάτες ζωή Σπανιόλες κυρίες (ανάμεσα τους και η υπέροχη αλμοδοβαρική Κάρμεν Μάουρα) που στον τελευταίο όροφο ζουν μια ζωή γεμάτη πάθος, νοσταλγία και στριμωγμένα μέσα στις μικροσκοπικές κάμαρες τους όνειρα για μια άλλη ζωή.

Γκρεμίζοντας τον ενδιάμεσο τοίχο, ο Λε Γκε ενώνει δύο κόσμους που στην πραγματικότητα δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους – αφού ακόμη και η χρήση του ασανσέρ είναι απαγορευμένη για το υπηρετικό προσωπικό που οφείλει να χρησιμοποιεί τη σκάλα υπηρεσίας. Και το κάνει γνωρίζοντας ακριβώς τις δυναμικές που ελευθερώνει όταν αντιπαραβάλλει τη νεκρική σιγή των διαμερισμάτων με τον υπερφορτωμένο από μουσική, παθιασμένες συζητήσεις και μικρές προσωπικές τραγωδίες τελευταίο όροφο.

Ιδωμένη από την πλευρά των υπηρετριών, η ιστορία του Ζαν-Λουί δεν είναι παρά μια ρωγμή στην φαινομενικά καλή ζωή της μπουρζουαζίας που γρήγορα θα ανακαλύψει πως ό,τι συμβαίνει σε αυτόν τον απαγορευμένο για τους ιδιοκτήτες τελευταίο όροφο είναι ένα κομμάτι πραγματικής ζωής που οι ίδιοι δεν θα ζήσουν ποτέ. Μια ρωγμή που σιγά σιγά θα μετατραπεί σε μανιφέστο ελευθερίας πριν καταλήξει σε ένα φινάλε βγαλμένο λες μέσα από ένα παραμύθι.

Αλλοτε διασκεδαστικές, άλλοτε συγκινητικές, σε στιγμές τρυφερές, οι «Γυναίκες του Τελευταίου Ορόφου» είναι, όμως, μόνο αυτό. Μια ανώδυνη κωμωδία που αρνείται να φτάσει λίγο πιο βαθιά στην ταξική πάλη που περιγράφει, με χαρακτήρες που δεν διασχίζουν ποτέ μια μεγαλύτερη ευθεία από το να είναι είτε συμπαθητικοί είτε αντιπαθητικοί και με πολιτικές αιχμές που φτάνουν μόνο μέχρι τον «κακό» Φράνκο και την «αριστερή» περσόνα της ηρωίδας που υποδύεται η Λόλα Ντουένιας, κι αυτή από τις μόνιμες ηθοποιούς του Αλμοδόβαρ.

Τα κλισέ που έρχονται ακριβώς τη στιγμή που τα περιμένεις και ένα δεύτερο μέρος που προσπαθεί αμήχανα να εκμεταλλευτεί τον έρωτα δύο αταίριαστων εραστών, όλα φιλτράρονται μέσα από μια διάχυτη ουμανιστική διάθεση και τις καλές προθέσεις του Λε Γκε για μια ρετρό, νοσταλγική αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής.

Τι ειρωνία. Της ίδιας εποχής που, την ίδια στιγμή που διαδραματίζεται η ιστορία αυτού του κλεισμένου μέσα στους τοίχους των «ταξικών» ορόφων του φιλμ – περίπου το 1965, γεννούσε την επανάσταση που θα έβγαινε δύο χρόνια αργότερα στο δρόμο με σκοπό να να αλλάξει τον κόσμο.