Ο Ματ Κινγκ είναι ο πιο πλούσιος άνθρωπος της Χαβάης. Είναι γόνος παλιάς οικογένειας γαιοκτημόνων, αδιάφορος σύζυγος μιας δραστήριας, καλοζωισμένης γυναίκας και αποστασιοποιημένος πατέρας δυο κοριτσιών στην εφηβεία. Η γυναίκα του τραυματίζεται σε ατύχημα και πέφτει σε κώμα, την ίδια ώρα που ο Ματ πρέπει να πάρει μια καθοριστική απόφαση για την περιουσία της οικογένειάς του. Μέσα σε μια στιγμή, η ζωή του αλλάζει σε κάθε της κομμάτι κι εκείνος που πάντα απέφευγε τις ευθύνες, είναι αναγκασμένος να πάρει το τιμόνι της.

Παρότι οι «Απόγονοι» είναι βασισμένοι (σε πιστή μεταφορά) στο μυθιστόρημα της Χαβανέζας Κάουι Χαρτ Χέμινγκς, είναι μια ταινία του Αλεξάντερ Πέιν όσο και οι προηγούμενές του. Τα ζητήματα που απασχολούν τον σκηνοθέτη είναι εδώ παρόντα και παραπάνω από ευκρινή: οι άνθρωποι που δεν έχουν τίποτα στα χέρια τους, έχουν τα πάντα στη ζωή τους κι εκείνοι που τα έχουν όλα, δεν κρατούν τίποτα μέσα τους. Τα πιο στοιχειώδη, συμβατικά συναισθήματα, παίρνουν ιδιαίτερες διαστάσεις όταν τοποθετηθούν σ’ ένα καθοριστικό περιβάλλον ή βιώνονται από ξεχωριστούς ανθρώπους.

Το γεγονός ότι ο Πέιν τοποθετεί την ιστορία του στη Χαβάη, τον τουριστικό προορισμό της απόλυτης χαλάρωσης, θέτει από την αρχή τα πράγματα στη σωστή, απολαυστικά κυνική τους βάση. «Paradise can go fuck itself,» λέει ο Ματ Κινγκ, γιατί ακόμα και στον επίγειο παράδεισο τα πράγματα μπορεί να πάνε πολύ, πολύ στραβά.

Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας, προσπαθεί απεγνωσμένα να ξανα-ωριμάσει. Να αποκτήσει τη χαμένη ασφάλεια της αλήθειας (επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση του με τη γυναίκα του), της ομάδας (δημιουργώντας του ανύπαρκτους δεσμούς με τις κόρες του) και της γης (αναλογιζόμενος εάν πρέπει να την κρατήσει ή να την αποχωριστεί και για ποιου το όφελος).

Στην πορεία του ξεκινά μόνος, αποκτά «αντιπάλους» και σταδιακά εκείνοι γίνονται σύμμαχοι, με την απλή προσθήκη της οικειότητας. Στην απεικόνιση της εξέλιξης των χαρακτήρων του είναι που ο Αλεξάντερ Πέιν κερδίζει την εμπιστοσύνη των θεατών. Η Αλεξάντρα, η ατίθαση 17χρονη κόρη που αποδεικνύεται πιο σοφή και υποψιασμένη από τον πατέρα της, αποκαλύπτει ολόκληρο το πρωτόγνωρο ταλέντο της πανέμορφης Σεϊλίν Γούντλεϊ που οπωσδήποτε θα τη δούμε να παίζει σε μια σειρά από ταινίες την επόμενη χρονιά. Η μικρή Αμάρα Μίλερ, που από πιστό κουτάβι αποκτά γυναικείο δυναμισμό ενσακρώνει τη Σκότι με πείσμα και χιούμορ. Ο άχαρος, κάγκουρας φίλος της Αλεξάντρα κερδίζει γρήγορα φίλους στους θεατές κι αποτελεί και την πηγή κωμωδίας του σεναρίου. Οσο για τον Τζορτζ Κλούνεϊ, στον οποίο πραγματικά ανήκει η ταινία, ρουφάει το ρόλο του ατρόμητος. Ξεγυμνώνεται από το star quality που τον ακολουθεί, αδειάζει από κάθε προηγούμενη ερμηνεία και μετατρέπεται σ’ έναν αδύναμο, μπερδεμένο, ασταθή ήρωα που μαθαίνει από την αρχή τους κανόνες της επικοινωνίας και της ζωής.

Ο Αλεξάντερ Πέιν αποδεικνύει ότι είναι σπουδαίος σκηνοθέτης, όχι μόνο για τα μεγάλα, πλατιά, κλασικά πλάνα του, αλλά γιατί καταφέρνει να συγκρατήσει την ανεξέλεγκτη ιστορία ανθρώπων σε κρίση, με μια απολαυστική ψυχραιμία κι ένα τόσο γοητευτικό στιλ. Οι ήρωές του, τους οποίους αγαπά αληθινά κι ας είναι γεμάτοι ελαττώματα, διατηρούν στην ψυχή τους την cool αίσθηση του τόπου τους και ο Πέιν, απεικονίζοντάς τους με την κωμικότητα που πάντα χαρακτηρίζει τις τραγικές στιγμές, τους χαρίζει μια συγκινητική αληθοφάνεια.

Αν κάτι απογοητεύει στην ταινία, είναι η απλοϊκότητα με την οποία το σενάριο δίνει τις λύσεις του. Κανείς δεν αντιπαθεί τα happy ends, αλλά οι «Απόγονοι» δεν ξεκινούν και δε στήνονται ως μια τέτοια, εύκολη, ούτε καν «happy» ταινία. Οι χαρακτήρες των ηρώων και οι διακλαδώσεις της πλοκής είναι γεμάτα αντιξοότητες, σύνθετα διλήμματα, υπόγεια συναισθήματα, οριακές συμπεριφορές. Οταν μια τέτοια σύνθεση οδηγείται σε μια ευτυχή κατάληξη, όπου όλα τακτοποιούνται στις θέσεις τους, δεν μπορείς παρά να νοιώσεις μια μικρή προδοσία από κάποιον με τον οποίο συμφωνήσατε στον ίδιο κυνισμό.

Το «Paradise can go fuck itself» είναι μια τέλεια ατάκα, αλλά όταν τα πράγματα καταλήγουν λίγο καλύτερα απ’ ό,τι ξεκίνησαν, αυτοαναιρείται και μαζί και η ταινία. Αλλά αυτές είναι σκέψεις που θα κάνετε αφού έχετε χορτάσει την ομορφιά και το συναισθηματικό κορεσμό που χαρακτηρίζουν μια πολύ καλή ταινία.