OΟ Νίκο πλησιάζει τα 30. Ζει στο σύγχρονο Βερολίνο, έχει εδώ και δύο χρόνια εγκαταλείψει τις σπουδές του στη Νομική (όνειρο του πατέρα του), χωρίζει την κοπέλα του, μετακομίζει σε νέο σπίτι. Ψάχνει να βρει τον εαυτό του, ψάχνει έμπνευση, ψάχνει απαντήσεις. Εμείς μπαίνουμε στη ζωή του για ένα 24ωρο. Τον ακολουθούμε σε μία περιήγησή του στην πόλη του και στις συνευρέσεις του με τους κατοίκους της. Τι σημαίνει επιτυχία στη σύγχρονη Γερμανία; Ποιος τα κατάφερε; Πώς ενηλικιώθηκε η γενιά που δεν βρήκε εμπόδιο το Τείχος; Ποιος βρήκε την ευτυχία στο μεταμοντέρνο Βερολίνο; Τι απαντάει κανείς στον πατέρα του όταν τον ρωτάει «και τώρα, τι σκοπεύεις να κάνεις;»

Ο κάποτε βοηθός παραγωγής στο «Goodbye Lenin!» Γιαν Ολε Γκέρστερ κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο (και στέφεται ως η νέα φωνή του γερμανικού σινεμά) γυρίζοντας μία φαινομενικά απλή, προσωπική ταινία. Ενα (όχι τόσο πια) αγόρι ψάχνει απαντήσεις ενηλικίωσης σε μία πόλη που εδώ και 25 ελεύθερα χρόνια αναζητά κι εκείνη τις δικές της. Κινηματογραφώντας σε υπέροχο ασπρόμαυρο το Βερολίνο, με τη γοητεία και ταυτόχρονα την μελαγχολία που το κοιτά κάποιος που το αγαπά πολύ, ο Γκέρστερ καταγράφει την άσκοπη περιπλάνηση του ήρωά του και τις σουρεαλιστικές, παράδοξες, αφοπλιστικές συναντήσεις του με μία σειρά από χαρακτήρες (άλλες σεναριακά πιο επιτυχημένες, κι άλλες πιο σχηματικές) ως «a day in the life» (ο τίτλος της ταινίας είναι φόρος τιμής στους Beatles) και ταυτόχρονα μία διαδρομή αναζήτησης ταυτότητας. Με τον off beat τρόπο που θα το έκανε ο Τζιμ Τζάρμους, τον τζαζ ρομαντισμό του soundtrack του Γούντι Αλεν, το κοφτερό σαρκασμό του Αλεξάντερ Πέιν, την τρυφερή νεύρωση του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ.

Η επιδερμίδα της ταινίας είναι κωμική: με μαύρο χιούμορ ο Γκέρστερ διασκεδάζει με την αμηχανία του ήρωά του, τις ανασφάλειες, την αβεβαιότητα, την αδυναμία του να βρει που ανήκει. Ταυτόχρονα όμως, σατιρίζει και τα παραδείγματα που ο Νίκο έχει τριγύρω του.Τα κλισέ όνειρα του πατέρα για τον γιο του, το βάλτωμα όσων βιάστηκαν να πανηγυρίσουν τον δυτικό τρόπο ζωής, την κούφια post modern αυτοεπιβεβαίωση των χίπστερς Βερολινέζων καλλιτεχνών, ή πώς οι 300 επιλογές γεύσεων ενός πρωινού καφέ έχουν παγιωθεί ως προσφορά, ανάπτυξη - ενώ στην πραγματικότητα είναι ένας μεγάλος, ενοχλητικός, ηλίθιος μπελάς.

Οσο όμως ο Γκέρστερ προχωρά στο δεύτερο μέρος της ταινίας η γλυκόπικρη μελαγχολία που ελλόχευε στις εικόνες της πόλης του και στο βλέμμα του clean cut ήρωά του (ενός εκπληκτικού Τομ Σίλινγκ) τώρα φωλιάζει παντού. Και μέσα μας. Από που πραγματικά παραδειγματίζεσαι, εμπνέεσαι και χαράζεις πορεία για το μέλλον σου; Ποιος είσαι, τι θέλεις εσύ να κάνεις, ποια είναι τα φαντάσματα του παρελθόντος που σε καταδιώκουν ακόμα, ποιοι είναι όλοι αυτοί τριγύρω σου - μιλάτε την ίδια γλώσσα; «Εχεις στιγμές στη ζωή σου που νιώθεις ότι όλοι όσοι σε περιβάλλουν είναι παράξενοι, για να συνειδητοποιήσεις τελικά ότι ο αταίριαστος είσαι εσύ;» Η τελευταία συνάντηση μ' έναν άγνωστο γέρο σ' ένα παρακμιακό μπαρ και η εξομολόγηση της προηγούμενης γενιάς για την αποτυχία της σε μια χώρα που γκρεμίστηκε και ξαναχτίστηκε από τις στάχτες της, θα σας αφήσει με μία πίκρα στο στόμα, αλλά και μία καθησυχαστική ανακούφιση στο στέρνο: κανείς δεν έχει τις απαντήσεις. Κανείς δε βρήκε ποτέ τίποτα. Αν είσαι τυχερός βρίσκεις, απλά, τον εαυτό σου. Oh boy... αυτό κι αν είναι μία μικρή οδύσσεια.

Δείτε εδώ τη συνέντευξη του Γιαν Ολε Γκέρστερ στην κάμερα του Flix.