Δύο αδέρφια, η Κάιλι και ο Τιμ, βλέπουν τις ζωές τους να αλλάζουν όταν οι γονείς τους δολοφονούνται, κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας. Ο Τιμ έχει καταδικαστεί γι’ αυτό το έγκλημα και η αδερφή του προσπαθεί να τον απαλλάξει από τις κατηγορίες αποδεικνύοντας πως ο πραγματικός δολοφόνος ήταν μία διαβολική υπερφυσική δύναμη που βρίσκεται μέσα σε έναν καθρέφτη.

To γεγονός πως το «Oculus», όπως είναι ο πιο επιβλητικός αυθεντικός τίτλος της ταινίας του Μάικ Φλάναγκαν βασίζεται σε μια μικρού μήκους του ιδίου (για την ιστορία ο τίτλος της είναι «Oculus: Chapter 3 - The Man with the Plan» του 2006) που ευτύχησε να μεγαλώσει σε διάρκεια και εύρος δεν μπορεί να σημαίνει τίποτα, εκτός από το γεγονός πως είναι κάτι περισσότερο από εμφανής η «ξεχειλωμένη» αφήγηση μιας ιστορίας που θα μπορούσε να τελειώσει και σε 15 λεπτά, χωρίς να πειράξει κανέναν...

Κι αυτό γιατί ο «Καθρέφτης της Κολάσεως», όπως είναι ο «αναφορικός» στον Μπάβα υπερβολικός ελληνικός τίτλος της ταινίας του Φλάναγκαν χαίρει μόνο σκηνοθετικών αρετών, κοινώς την ασφαλή ικανότητα του δημιουργού του να γνωρίζει καλά το target group του και ταυτόχρονα να διασκεδάζει με την ανυπομονησία του για το πότε ακριβώς θα χυθεί αίμα.

Βασισμένο πάνω στην σχεδόν άρτια εκτελεσμένη ιδέα της παράλληλης δράσης ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν αλλά και σε άλλα ζευγάρια (βλ. την έννοια του ειδώλου κοκ), το φιλμ του Φλάναγκαν υπερβαίνει χοντρές αναληθοφάνειες ή αφόρητες υποκριτικές υστερίες για να πείσει πως το κακό ξεκινάει πάντα από την παιδική ηλικία και για κάποιους ανθρώπους δεν σταματάει - δυστυχώς ή ευτυχώς - εκεί.

Ισως γι’ αυτό επιμένει τόσο πολύ στα πρόσωπα των δύο ηθοποιών του για να στήσει ένα ψυχολογικό παιχνίδι που στο κέντρο του βρίσκεται το κακό – είτε αυτό είναι ένας καθρέφτης που βλέπει περισσότερα απ’ όσα καθρεφτίζει ή τα τραύματα που δεν θα κλείσουν παρά μόνο όταν βρεθείς αντιμέτωπος με τον απόλυτο τρόμο.

B-movie στην καρδιά του, φτηνό low budget σλασεράκι στην υφή του και λίγο «ό,τι να ναι» στη λογική του, λειτουργεί στο επίπεδο του «τι στο διάολο θα συμβεί», μπερδεύει για αρκετή ώρα ως προς το αν όλα όσα βλέπουμε είναι αλήθεια η αποκυήματα μιας αρρωστημένης φαντασίας, επενδύει πάνω στη λογική του «The Conjuring» με το οποίο μοιράζεται το φετιχιστικό τρόμο του αντικειμένου που καταδιώκει τις ανθρώπινες ψυχές και κάπου εκεί... σβήνει άδοξα πριν ακόμη τελειώσει χωρίς να σε χορτάσει.

Κάθε του αρετή – κυρίως η απροσποίητη φαντασία του και το καθαρόαιμο, σχεδόν ψυχρό του τρόμου του – μοιάζει να καθρεφτίζεται άδοξα στον καθρέφτη των φιλοδοξιών του για να γίνει ακόμη μια αφετηρία ενός franchise που θα δαιμονοποιήσει τον μεγάλο καθρέφτη του παππού, με το μικρό ράγισμα στην κάτω άκρη.

Είμαστε σίγουροι πως όταν σκάσει μύτη το «Oculus 2» κανείς δεν θα θυμάται τι είχε συμβεί στην πρώτη ταινία και τελικά θα έχει και λίγη σημασία, αφού λίγο μετά το τέλος του δεν θυμάσαι έτσι κι αλλιώς τίποτα απ’ ότι ξεκίνησε αυτό το (φιλμικό) πείραμα. Το οποίο σώζεται και ταυτόχρονα καίγεται από την ίδια τη συγκρατημένη του φιλοδοξία να μην είναι τίποτα καινοτόμο, αλλά απλά ένα ακόμη μαζικής κατανάλωσης teen horror μέσα στο σωρό.