Ο Σέζαρ είναι θυρωρός σε ένα αρτ-νουβό συγκρότημα πολυκατοικιών στη Βαρκελώνη, που ενώ περνάει καθημερινά απαρατήρητος, γνωρίζει τα πάντα για όλους τους ένοικους. Ο Σέζαρ τα έχει με τον κόσμο, και ιδιαίτερα με τους ενοίκους που υποτίθεται πως βοηθάει. Τρέφεται από τον πόνο των άλλων, απολαμβάνει να σπέρνει τη δυστυχία και να τη βλέπει να μεγαλώνει. Το πρόσωπο που τον εμπιστεύεται περισσότερο είναι η όμορφη Κλάρα, μια νεαρή κοπέλα που βλέπει πάντα τη θετική πλευρά της ζωής, κάτι που εξοργίζει τον Σέζαρ, ο οποίος θα κάνει τα πάντα για να σβήσει αυτό το χαμόγελο από τα χείλη της.

Αν υπάρχει κάτι που κάνει το «Θυρωρό» μια ανησυχητικά απολαυστική ταινία είναι το γεγονός πως αργά ή γρήγορα θα πιάσεις τον εαυτό σου να αναρωτιέται για ποιο λόγο ακριβώς έχεις ταυτιστεί με έναν ήρωα που, ως άλλο σύμβολο του απόλυτου κακού, έχει ως μοναδική του φιλοδοξία σε αυτή τη ζωή να σβήσει το χαμόγελο από τους ανθρώπους γύρω του, επειδή ο ίδιος, όπως υποστηρίζει, γεννήθηκε χωρίς την ικανότητα να μπορεί να είναι ευτυχισμένος.

Σχετικά με την απόλαυση του πράγματος, θα αρκούσε φυσικά και η σεναριακή ιδέα του Μπαλαγκέρο, ο οποίος μακριά πια από τους «πειραματισμούς» του «REC», χτίζει το μυστήριο του με κλασικό τρόπο γύρω από έναν αρχέγονο φόβο: αυτόν του τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από το κρεβάτι σου την ώρα που εσύ κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου.

Από την πρώτη κιόλας αινιγματική σκηνή, το ξάφνιασμά του θεατή είναι εγγυημένο, καθώς όλα όσα αποτελούν την καθημερινότητα ενός θυρωρού σε μία πολυτελή πολυκατοικία στη Βαρκελώνη εξελίσσονται σταδιακά σε ένα καλά οργανωμένο σχέδιο διάβρωσης της όποιας οικιακής ασφάλειας και ευτυχίας, με επίκεντρο την εμμονή του Σεζάρ με την Κλάρα, η οποία αλίμονο κι αν μάθει ποτέ γιατί τα τελευταία πρωινά ξυπνάει με βαρύ κεφάλι...

Για αρκετή ώρα, ο «Θυρωρός» σε κρατάει με τα μάτια ορθάνοιχτα απέναντι σε μια σκοτεινή, όλο και πιο δυσάρεστη όσο περνάει η ώρα και ανησυχητική εκρήγορση.

Από τη μία προσπαθείς να μαντέψεις τα πραγματικά κίνητρα του Σεζάρ, σίγουρος πως το μίσος του απέναντι στους ανθρώπους έχει να κάνει με μια ταξική εκδίκηση, με κάτι φρικτό που έχει συμβεί στο παρελθόν (και είναι υπεύθυνο για την σε αφασία μητέρα του που επισκέπτεται καθημερινά στο νοσοκομείο) ή με έναν μεγάλο ανεκπλήρωτο έρωτα που αργά η γρήγορα θα οδηγήσει στην... τραγωδία.

Και από την άλλη, προσπαθείς να βρεις έξοδο από ένα ασφυκτικό και «άρρωστο» πάρε-δώσε με το κακό, καθώς ο Μπαλαγκέρο κορυφώνει τα ανίερα σχέδια του ήρωά του, παίζοντας ταυτόχρονα με τους από τη φύση τους σκοτεινούς κανόνες της ηδονοβλεψίας, αλλά και με άρτια εκτελεσμένες σκηνές, όπως αυτή με τις κατσαρίδες που δεν θα ευχόσουν να συμβεί ούτε στον χειρότερο εχθρό σου.

Αν ο «Θυρωρός» δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει μια ξεχωριστή σπουδή πάνω στον «ανθρώπινο» τρόμο, παραμένοντας απλά στα όρια ενός διαρκούς σασπένς για το πως ακριβώς θα τελειώσει όλη αυτή η ιστορία, οφείλεται κυρίως στην (ηθελημένη;) αδυναμία του Μπαλαγκέρο να μην εξηγήσει ποτέ τα κίνητρα που οδηγούν τον Σεζάρ στις αποτρόπαιες πράξεις του, χρησιμοποιώντας τον περισσότερο ως ένα σύμβολο παρά ως έναν κακό με σάρκα, οστά και ταπεινά ένστικτα.

Από τη στιγμή που, όπως πάντα συμβαίνει σε ένα θρίλερ που σέβεται τον εαυτό του, τα σχέδια του Σεζάρ αποκαλυφθούν, το σασπένς δίνει τη θέση του σε μια μάλλον τραβηγμένη από τα μαλλιά «αποκάλυψη» που ο Μπαλαγκέρο δεν μπορεί να διαχειριστεί, διατηρώντας το ξάφνιασμα του θεατή, αλλά έχοντας χάσει από ώρα το ενδιαφέρον του. Αφήνοντας μόνο την μελαγχολία στο βλέμμα του υπέροχου Λουίς Τοσάρ να εξηγήσει το γιατί μερικοί άνθρωποι αντλούν την ευτυχία τους από τη δυστυχία των άλλων.