Δεν χρειάζεται να γνωρίζεις την αληθινή ιστορία του Λι Κουνζίν για να υποψιαστείς πως η ιστορία ενός Κινέζου που επιλέχθηκε από το Κόμμα για να γίνει χορευτής όταν ήταν ακόμη παιδί στο Πεκίνο και η απόφαση του να αυτομολήσει στις ΗΠΑ, πριν γίνει ένας από τους μεγαλύτερους χορευτές παγκοσμίως, αποτελεί ήδη από την ύπαρξη της ένα πρώτης τάξεως κινηματογραφικό υλικό για μια συναρπαστική ταινία γύρω από το «αμερικάνικο όνειρο», την πιο σημαντική στιγμή της κινεζικής Ιστορίας και το χορό ως ένα σύμβολο «ελευθερίας» από τα δεσμά μιας αυστηρής καταπιεστικής παράδοσης.

Θέλοντας να επιβεβαιώσει με κάθε τρόπο πως ήταν, είναι και θα είναι ένας από τους πιο ασήμαντους σκηνοθέτες ever, o Μπρους Μπέρεσφορντ («Ο Σοφέρ της Κυρίας Ντέιζι») κάνει ωστόσο τα πάντα για να μην βρείτε στον «Τελευταίο Χορευτή του Μάο» τίποτα από τα παραπάνω.

Το «αμερικάνικο όνειρο» εξαντλείται στην πρώτη λέξη που μαθαίνει στην Αμερική ο Κουνζίν («fantastic») και την οποία επαναλαμβάνει σαν αυτιστικός σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Ο Μαοϊσμός εξαντλείται σαν μια περίοδο της κινεζικής ιστορίας όπου – εντάξει – απλά τα πράγματα ήταν λίγο πιο αυστηρά και μερικοί αντιφρονούντες τιμωρούνταν με θάνατο. Και ο χορός – ναι αυτός που είναι ουσιαστικά το μεγάλο θέμα της ταινίας και η κινητήρια δύναμη των ενεργειών του κεντρικού ήρωα – εξαντλείται σε έναν συνδυασμό fast και slow motion κινήσεων που μοιάζουν να έχουν βγει από παρωδία με πρωταγωνιστή τον Ανταμ Σάντλερ.

Δεν είναι μόνο ότι ο Μπέρεσφορντ κινηματογραφεί τα πάντα με μια επιφανειακή και ανώδυνη χαλαρότητα σαν να σκηνοθετεί το «Flashdance» (που μεταξύ μας είχε περισσότερο πάθος). Είναι ότι κάθε επιλογή του μπορεί να ξεκινά από μια καλή πρόθεση, αλλά στο τέλος καταλήγει στο εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα.

Ο Τσι Τσαό, διάσημος χορευτής στο Βασιλικό θιάσο του Μπέρμινγχαμ, ξέρει να χορεύει και διαθέτει και μια έμφυτη μελαγχολία στο βλέμμα του, αλλά δεν έχει ιδέα τι σημαίνει υποκριτική. Ο κατά τα άλλα υπέροχος Μπρους Γκρίνγουντ δεν ξέρει ακριβώς τι να κάνει με τον ρόλο του διάσημου βρετανού γκέι χορογράφου Μπεν Στίβενσον που διέπρεψε ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Μπαλέτου του Χιούστον από το 1976 μέχρι το 2003. Τα flash-backs στο παρελθόν του Κουνζίν μοιάζουν ακριβώς με το πως φαντάζεται ένας Δυτικός πως ζουν οι «αγνοί» και πάντοτε «ευτυχισμένοι» αγρότες στην επαρχία της Κίνας. Η ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Κουνζίν και την γυναίκα που τελικά θα παντρευτεί προκειμένου να μπορέσει να μείνει μόνιμα στις Η.Π.Α. στηρίζεται ολόκληρη σε μια από τις χειρότερες σκηνές της ταινίας: εκείνη όπου η Aμάντα Σουλ (διάσημη κι αυτή χορεύτρια και λίγο καλύτερη ηθοποιός από τον Τσαό) εξομολογείται στον Κουνζίν πως είναι παρθένα...

Και όλα αυτά θα τα συγχωρούσες, αν τουλάχιστον ο Μπέρεσφορντ ξεπερνούσε τον εαυτό του για να μεταφέρει το πάθος του πρωταγωνιστή του για τον χορό. Αλλά σε μια απόφαση που μπορεί να κριθεί μόνο από κάποιον ειδικό στις αψυχολογητές ενέργειες στις οποίες φτάνουν οι άνθρωποι όταν τελειώνει η λογική, τα σόλο του Κουνζίν κινηματογραφούνται όχι μόνο ανέμπνευστα και άχαρα, αλλά και σαν να πρέπει για κάποιο λόγο να παρωδούνται καταντώντας γελοία και αφόρητα.

Για να είμαστε αντικειμενικοί, ναι, υπάρχει μια αριστουργηματική σκηνή στον «Τελευταίο Χορευτή του Μάο». Αυτή που δείχνει τον έφηβο ακόμη Κουνζίν να βλέπει στην τηλεόραση μια παράνομη βιντεοκασέτα με τον Μπαρίσνικοφ. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, καταλαβαίνεις ακριβώς τι σημαίνει πραγματικός χορός, γιατί ένας καλλιτέχνης μπορεί να φτάσει στο σημείο να απαρνηθεί τη χώρα και την οικογένεια του και πως το πάθος διασχίζει καθεστώτα, αντιμαχόμενους πολιτισμούς και προσωπικά διλήμματα με τη δύναμη μιας σαρωτικής - σχεδόν αναρχικής - ελευθερίας.

Τις υπόλοιπες δύο ώρες του «Τελευταίου Χορευτή του Μάο», προτιμήστε τις μόνο αν δεν παίζει κάτι καλύτερο η τηλεόραση...