Ο Αλεξάντρ Λαγκάρντ είναι ένας από τους πιο αναγνωρισμένους, πιο δημοφιλείς και σεβάσμιους σεφ της κλασικής γαλλικής κουζίνας, κάτοχος 3 αστεριών Μισελέν. Η κριτική επιτροπή πρόκειται να ξαναεπισκεφθεί το εστιατόριό του και να το επαναξιολογήσει, βάσει του ανοιξιάτικου μενού του. Το να χάσει ένα αστέρι θα σημαίνει για τον Λαγκάρντ και την απώλεια του εστιατορίου του. Και, ω τι φρίκη, οι κριτές, όπως και ο ιδιοκτήτης του εστιατορίου, μοιάζει να ενδιαφέρονται μόνο για τις νέες τάσεις της μοριακής γαστρονομίας. Ο Αλεξάντρ δεν έχει καμιά εκτίμηση στις μοντερνιές αλλά, δυστυχώς, δεν έχει και καμιά έμπνευση για το ανοιξιάτικο μενού του! Ως από μηχανής Θεός, θα σπεύσει σε βοήθειά του ένας χειμαρρώδης, παρορμητικός, νεαρός σεφ, ο Τζάκι Μπονό, γεμάτος φαντασία και δημιουργικότητα αλλά χωρίς κουζίνα για να την εφαρμόσει. Η απρόσμενη και γεμάτη αναταράξεις συνεργασία των δύο καλλιτεχνών του φαγητού, θα τους οδηγήσει είτε στον οριστικό αφανισμό, είτε στο γευστικό μεγαλείο.

Μπορεί η ταινία να δουλεύει πάνω σε… γνωστή συνταγή, αλλά κάτι το Παρίσι, κάτι τα λιγουρευτά εδέσματα που περιγράφονται και παρασκευάζονται χωρίς σταματημό, κάτι ο γεμάτος αδρεναλίνη πυρετός μιας επαγγελματικής κουζίνας συνθέτουν μια ελαφριά, εύπεπτη κωμωδία.

Η κλασική διαμάχη του καλού με το κακό παίρνει εδώ τη μορφή της παραδοσιακής μαγειρικής των κλασικών σεφ – φυσικά ο Τζάκι στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει Εσκοφιέ σα μυθιστόρημα – και της «λαίλαπας» της μοριακής γαστρονομίας που για πολλούς ευθύνεται απλώς για ανούσιους αφρούς και χρωματιστά μη αναγνωρίσιμα ζελέ στο πιάτο.

Η κωμωδία παρασύρεται συχνά στην κατεύθυνση της γαλλικής φάρσας, αλλά τόσο ο Ζαν Ρενό που με άνεση απεικονίζει τον αυθεντικό μονομανή, αλαζόνα, δυνάστη σεφ, όσο και ο παιχνιδιάρης Μικαέλ Γιουν ανεβάζουν την ταινία με τουλάχιστον ένα παραπάνω… αστεράκι Μισελέν. Αλλωστε και τα μηνύματά της – η ισχύς εν τη ενώσει, η ανοχή, η συνεργασία, η μέση οδός – είναι τόσο καλοπροαίρετα που εύκολα τα καταπίνεις, μαζί με μια γουλιά καλό κρασί.

Δείτε την άφοβα σε θερινό σινεμά, πηγαίνετε κάπου να τσιμπήσετε μετά και, γυρίζοντας σπίτι, ανοίξτε τα αγαπημένα σας βιβλία μαγειρικής και κάντε όνειρα.