Τέλη δεκαετίας του 50. Σε δύο γειτονικά χωριά της νότιας Γαλλίας ξεσπάει πόλεμος: ανάμεσα στα παιδιά - ηλικίας 7 έως 14 ετών. Ενας πόλεμος τιμής και πίστης που έχει παραμείνει ζωντανός για πολλές γενιές, όπου ο εξευτελισμός με το ξήλωμα των κουμπιών είναι η πιο τρομακτική ήττα...

Αυτός είναι ο πρώτος από τους δύο «Πολέμους των Κουμπιών» που θα δούμε φέτος. Η ταινία του Γιαν Σαμιουέλ ανοίγει στην χώρα μας την ίδια μέρα με την Γαλλία. Η εκδοχή του Κριστόφ Μπαρατιέ, θα ανοίξει σε μια εβδομάδα στη Γαλλία (αν και θα παίζεται νωρίτερα σε avant premieres) σε μια κίνηση ανταγωνισμού που θυμίζει την ανόητη αντιπαλότητα των παιδιών στο βιβλίο του Λουί Περγκό, στο οποίο βασίζονται και οι δυο.

Γραμμένο το 1912, το βιβλίο εξέπεσε πέρσι των πνευματικών δικαιωμάτων, πράγμα που το κατέστησε ελκυστικό στους Γάλλους παραγωγούς, οι οποίοι ξεκίνησαν έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα το φέρει πρώτος (ξανά) στην οθόνη.

Το φιλμ του Γιαν Σαμιουέλ, έκοψε με στιγμιαία διαφορά το νήμα. Το πως, είναι πράγματι άξιο απορίας, μια που τα γυρίσματα του ολοκληρώθηκαν μόλις ένα μήνα πριν. Η βιασύνη του, είναι δυστυχώς εμφανής. Οχι γιατί είναι τεχνικά ατελές, αλλά γιατί μοιάζει κατασκευασμένο δίχως καμιά θέρμη, δίχως πάθος, μόνο με το deadline της εξόδου στις αίθουσες, στο μυαλό.

Φωτογενές, τρυφερό, γεμάτο γοητευτικά, χαριτωμένα πιτσιρίκια, ξέχειλο από εύκολα μηνύματα, μελοδραματικό, αφόρητα νοσταλγικό και ελάχιστα αστείο, θυμίζει διαφημιστικό μεγάλης διάρκειας κι έχει πάνω κάτω το ίδιο βάθος.

Χωρίς καμιά αιχμή, μαλακώνοντας κάθε τι που έμοιαζε επώδυνο ή σκοτεινό στο φιλμ του Ιβ Ρομπέρ που έκανε το βιβλίο διάσημο, ο καινούριος «Πόλεμος των Κουμπιών» μοιάζει τόσο άνευρος και ανώδυνος, όσο και οι μάχες μεταξύ των πιτσιρίκων των δύο αντίπαλων χωριών.

Κανένα κεφάλι δεν ανοίγει, τα ξύλινα σπαθιά σπάνια βρίσκουν το σώμα, κεράσια αντί για πέτρες στις σφεντόνες, ψηλά στάχυα να καλύπτουν τα γυμνά πιτσιρίκια στη μάχη που αποφασίζουν να δώσουν δίχως ρούχα -για να μη χάσουν τα κουμπιά τους, που αποτελούν το υπέρτατο τρόπαιο.

Οσο για το αντιπολεμικό μήνυμα; μετά βίας προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι μέσα απ όλη αυτή την σαρωτική, βεβιασμένη αθωότητα, σε μια σκηνή που ο γιος του γειτονικού σπιτιού επιστρέφει από την Αλγερία και διηγείται στον μικρό πρωταγωνιστή μια επώδυνη εμπειρία του.

Κρατάει μόλις δύο λεπτά και μετά το φιλμ επιστρέφει στην συνεχιζόμενη, κουραστική εξιστόρηση των ίδιων καλογυαλισμένων, θεωρητικά χαριτωμένων, υποτιθέμενα αστείων στιγμιοτύπων, που το αποτελούν. Και που του προσφέρουν ίσως μερικές αξιοπρόσεκτες σκηνές, αλλά σίγουρα ούτε χαρακτήρα, ούτε αληθινό λόγο ύπαρξης.