Το πρώτο φιλμ της τριλογίας του Ζάιντλ που προβλήθηκε τον περασμένο Μάιο στις Κάννες, αφορούσε στο ταξίδι μιας μεσήλικης γυναίκας στην Κένυα σε αναζήτηση έρωτα (ή καλύτερα σεξ) και στην επακόλουθη καταλυτική απογοήτευση που συνοδεύει αυτή τη συνάντηση του «πολιτισμένου» δυτικού κόσμου με την ερεβώδη, «σαρκική» Αφρική.

Το «Paradise: Faith» ακολουθεί στην διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών της μια άλλη γυναίκα από την ίδια οικογένεια. Η Αννα Μαρία αφήνει τη δουλειά της σε ένα ιατρικό διαγνωστικό κέντρο, αλλά δεν σκοπεύει να πάει πουθενά. Λίγο πριν την έχουμε δει να προσεύχεται με σχεδόν αρρωστημένη λατρεία σε έναν εσταυρωμένο και να μαστιγώνεται μπροστά του, ζητώντας συγχώρεση. Οπότε όχι, δεν θα πάει διακοπές.

Αντί για διακοπές θα προσευχηθεί, θα φορέσει μια ζώνη που μοιάζει αληθινά επώδυνη, θα κάνει αρκετές φορές στα γόνατα τον γύρο του (ευρύχωρου) σπιτιού της και τέλος θα πάρει αγκαλιά ένα άγαλμα της Μαρίας και θα επισκεφθεί τις γειτονιές των μεταναστών θέλοντας να τους καλωσορίσει στην Αυστρία και να τους προσηλυτίσει στον αληθινό δρόμο του Ιησού.

Ολα ακολουθούν την «κανονική» τους πορεία μέχρι την στιγμή που ο σύζυγός της θα επιστρέψει μετά από δυο χρόνια απουσίας. Είναι ανάπηρος. Είναι επίσης μουσουλμάνος. Οι δυο τους είχαν παντρευτεί πριν η Αννα Μαρία ανακαλύψει τον δρόμο του Ιησού και η επιστροφή του, μοιάζει στα μάτια της σαν μια ακόμη δοκιμασία, που με χαρά θα αποδεχτεί. Μέχρι την στιγμή που η πίεση θα γίνει μεγαλύτερη απ΄ όσο μπορεί να αντέξει και τα όρια της πίστης αλλά και της λογικής της θα δοκιμαστούν.

Μπαίνοντας να δεις μια ταινία για την πίστη από έναν σκηνοθέτη σαν τον Ουλριχ Ζάιντλ δεν περιμένεις φυσικά τίποτα λιγότερο από έναν κυνικό ύμνο στην πιο σκοτεινή πλευρά της θρησκευτικής εμμονής, όμως το «Paradise: Faith» ακόμη κι αν είναι ακριβώς αυτό, ακόμη κι αν δεν υπολείπεται σε «σκηνές σοκ» και προβοκατόρικες ιδέες, μοιάζει με κάτι λιγότερο απ ότι θα περίμενες.

Οπως και το πρώτο μέρος της τριλογίας του, είναι ένα φιλμ που μάλλον το απολαμβάνεις περισσότερο όταν το κουβεντιάζεις μετά την προβολή του, παρά όσο το βλέπεις. Οχι γιατί οι σκηνές όπως αυτές θρησκευτικού αυτοβασανισμού, ενός βραδινού όργιο σε ένα πάρκο που κινηματογραφείται λεπτομερώς, ή μια σκηνή αυνανισμού με έναν εσταυρωμένο σε ενοχλούν -αυτά είναι ακριβώς τα πράγματα που περιμένεις από ένα φιλμ του Ζάιντλ-, αλλά γιατί το σινεμά του, όπως και η ηρωίδα του, μοιάζει να έχει βρεθεί σε ένα αδιέξοδο.

Τα μικρά ή μεγαλύτερα σοκ είναι κάτι δεδομένο, αλλά η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή και η, έστω «ποιητική», απεικόνιση της πιο μπανάλ και άσχημης πλευράς της χώρας του, μοιάζει πλέον επαναλαμβανόμενη, δίχως να λέει τίποτα καινούριο για τους ήρωες του, το ανθρώπινο είδος, τον κόσμο μας.

Και ίσως το πρόβλημα να είναι ακόμη πιο εμφανές σε αυτό το φιλμ, που μοιάζει αναποφάσιστο για τον τρόπο που κοιτά την ηρωίδα του, μην επιτρέποντας σου να καταλάβεις αν την γελοιοποιεί, την παρατηρεί σαν αξιοπερίεργο ή της αναγνωρίζει την δύναμη που έχει να κουβαλά το βάρος της (αρρωστημένης έστω) πίστης της. Και που αν θέλετε, υποφέρει ακόμη και στην φόρμα του, στην εμμονή του να επαναλαμβάνει σκηνές και καταστάσεις που σύντομα κουράζουν και στην υπερβολικά αργόσυρτη κυκλική πορεία της ιστορίας του μέχρι τη στιγμή που θα φτάσει σε μια αναμενόμενη κορύφωση, αλλά όχι απαραίτητα σε ένα τέλος που έχει να πει κάτι αληθινά ενδιαφέρον για τον θρησκευτικό φανατισμό, την ίδια την πίστη, ή ακόμη κι απλά, το μαρτύριο της Αννας Μαρίας.