O 38χρονος Aλβι είναι νευρικός. Ισως φταίει ότι μεγάλωσε σε μία φτωχική Εβραϊκή οικογένεια του Μπρούκλιν, σ' ένα σπίτι χτισμένο κάτω από το rollercoaster τρένο του Λούνα Παρκ που τράνταζε το παιδικό του δωμάτιο και την ηρεμία του. Είναι επίσης ανασφαλής και καταθλιπτικός. Σ' αυτό μπορεί να ευθύνεται ότι στα 9 του χρόνια διάβασε σ' ένα βιβλίο ότι το σύμπαν μεγεθύνεται και σε κάποια δισεκατομμύρια έτη θα ανατιναχτεί. Οπότε ποιο το όφελος να προσπαθεί κανείς για οτιδήποτε; Ο Αλβι είναι λάτρης του Γκράουτσο Μαρξ - κι αυτός δε θέλει να ανήκει σ' ένα κλαμπ που θα τον αποδεχόταν ως μέλος. Αν κανείς συνδυάσει όλα τα παραπάνω, ίσως καταλάβει γιατί (μάς) κοιτά κατάματα στην κάμερα και το παραδέχεται: παρόλο που πλέον είναι ένας επιτυχημένος stand up κωμικός, σινεφίλ, μορφωμένος κι έξυπνος, στις προσωπικές του σχέσεις είναι ένας καταδικασμένος νευρικός εραστής. Ολες αυτές οι διαταραχές τού στοίχησαν τον έρωτα της ζωής του, την Ανι Χολ.

Η Ανι είναι κι αυτή ιδιαίτερη - γοητευτικά μοναδική, χαριτωμένα εκκεντρική, εμμονικά ανασφαλής, θεότρελη. Οι καταγωγές τους διαφέρουν - εκείνη είναι αστή, μεγαλωμένη πολύ διαφορετικά, με τις νευρώσεις της να πηγάζουν στις ενοχές που της πέρασε περίτεχνα από τον ομφάλιο λώρο η αλαζονική μητέρα της. Ταλαντούχα τραγουδίστρια τζαζ που δεν μπορεί να διεκδικήσει την καριέρα της, καθώς αδυνατεί να χαλαρώσει στην σκηνή. Εδώ δεν μπορεί να χαλαρώσει στο σεξ.

Ο Αλβι θα μας αφηγηθεί πώς γνωρίστηκαν, πώς ερωτεύτηκαν, πώς χώρισαν και τα ξαναβρήκαν και πώς την έχασε για πάντα. Και θα το κάνει με τον δικό του τρόπο - τρυφερά, πικρά, αστεία, υστερικά, μελαγχολικά. Σαν μία ευφάνταστα κινηματογραφημένη προσωπική εξομολόγηση - από το ντιβάνι του ψυχολόγου του στις οθόνες μας. Σαν μία κωμωδία του Γούντι Αλεν.

Με αυτή την ταινία άλλωστε το 1977 θα οριζόταν το «γουντιαλενικό» είδος - κι όχι μόνο: ο «Νευρικός Εραστής» δεν ήταν μόνο μία ταινία-σταθμός για τον Αλλεν, αλλά θα επηρέαζε για πάντα κι ένα genre που (δεκάδες χρόνια και Νόρα Εφρονς / Ρίτσαρντ Λινκλέιτερς μετά) μάθαμε να αποκαλούμε «ρομαντική κομεντί». Ταινίες όπου η κωμωδία τολμά να αγγίξει τα πιο σοβαρά, τα πιο μύχια, τα μεγαλύτερα συμπλεγματικά θέματα ταυτότητας και σχέσεων, να τα μεγενθύνει στην σαρκαστική υπερβολή τους και να τα προβάλει στην μεγάλη οθόνη με γλυκόπικρη feelgood κατανόηση.

Ξεφεύγοντας από τις ξεκάθαρα μπουφόνικες πρώτες του παρωδίες («Μπανάνες», «Υπναράς», «Ολα Οσα Θέλατε να Μάθετε για το Σεξ»), ο Αλεν συνεργάζεται με τον Μάρσαλ Μπρίκμαν σ' ένα σενάριο-κέντημα που τολμά να πατήσει στο προσωπικό βίωμα (την πραγματική του σχέση με την Νταϊάν Κίτον που το αληθινό της επώνυμο είναι Χολ) και να ανοίξει το φακό σε κάτι παγκόσμιο και πανανθρώπινο: την μητροπολιτική μας μοναξιά, την ανικανότητα ουσιαστικής επικοινωνίας, τον πνευματώδη μας κακομαθημένο εγωισμό. Οσα μας κρατούν στο κουκούλι της εξωστρεφούς, πλάνας social butterfly περσόνας μας. Μόνους.

Ο Αλεν καταργεί τον τέταρτο τοίχο και μας απευθύνεται προσωπικά - όχι μόνο γιατί εκσκάβει τα πιο επώδυνα υλικά μας, αυτά που αποκαθηλώνουν τον ρομαντισμό από τις σχέσεις. Αλλά γιατί θέλει να ορίσει και το πλαίσιο, να κάνει έναν πολιτικό και κοινωνικό στοχασμό πάνω στον σύγχρονο άνθρωπο - παράδειγμα η (εξαιρετικά αφιερωμένη στους σινεφίλ) σεκάνς του κινηματογραφικού κριτικού στην ουρά του σινεμά, ή η άποψή του για τη διαφορά της διανοούμενης Νέας Υόρκης των τεχνών, με το επιφανειακό Λος Αντζελες των πάρτι και των βραβείων.

Παρόλο που οι πανέξυπνες κωμικές ατάκες πέφτουν βροχή και το σλάπστικ συνεχίζει να διασκεδάζει τις ανθρώπινες αμηχανίες (η σκηνή με τους αστακούς παραμένει αξεπέραστη), ο Αλεν εδώ τολμά μία βουτιά στη θλίψη. Η ταινία ξεκινά βουβά (κι όχι με τη σήμα κατατεθέν τζαζ μουσική του), η οικεία, ζεστή φωτογραφία του Γκόρντον Γουίλις μάς μεταμορφώνει σε μύγες στον τοίχο της ψυχαναλυτικής αφήγησης, και οι ευφάνταστες σκηνοθετικές ιδέες του μπερδεύουν το παρόν με το παρελθόν των ηρώων, εισάγοντάς τους σε σκηνές της παιδικής τους ηλικίας - σαν εξωγήινους επισκέπτες που προσπαθούν να βγάλουν νόημα, να δουν που πήραν το λάθος μονοπάτι. Και το σπουδαιότερο: ο Αλεν τολμά να αποκόψει τον όρο κωμωδία από το καθήκον για χάπι εντ. Αφήνει τον ήρωά του κι εμάς στις σκέψεις και στο συναίσθημά μας. Χωρίς εξαναγκασμούς. Χωρίς φορσέ επιλύσεις. Χωρίς την Ανι.

Γιατί η Ανι Χολ είναι το επίκεντρο, όχι ο Αλβι. Της χαρίζει τον τίτλο της ταινίας και τον κεντρικό ρόλο - έναν γυναικείο ρόλο που ενέπνευσε μία σειρά από μελλοντικούς καλογραμμένους γυναικείους γουντιαλεντικούς ρόλους. Γιατί ο Αλεν μαγεύεται από την ηρωίδα του - η σκηνή που την πρωτοβλέπει να τραγουδά στο τζαζ κλαμπ, μοιάζει με ερωτική πράξη. Ο ήρωας του αποκαλύπτεται μέσα από τον αντικατοπτρισμό της - έτσι όπως την ερωτεύεται, έτσι όπως συνθλίβεται πάνω στην εικόνα της και τρομοκρατείται. Η Νταϊάν Κίτον θα την ερμηνεύσει με την χαριτωμένη της υστερία, τη ανδρόγυνη σωματική ταραχή, την φλυαρία που αποδεικνύει το εγκεφαλικό χάος της γυναικείας αναλυτικής σκέψης. Μοιάζει με πίνακα του Νόρμαν Ρόκγουελ, αλλά συμβολίζει τη γυναίκα των 70ς που απέχει έτη φωτός από την μητέρα και τη γιαγιά της, αλλά στις αποσκευές της κουβαλά και κομμάτια εσωτερικευμένου μισογυνισμού. Εκείνη που δεν μπορεί να κάνει σεξ απελευθερωμένα και χαλαρά. Εκείνη που εγκαταλείπει έναν άντρα που προκαλεί τις συμβάσεις της, για κάποιον που τις καθησυχάζει.

Ειρωνικά, και η Νταίάν αφήνει τον Γούντι με αυτή την ταινία. Θα είναι η τελευταία τους συνεργασία. Φεύγει με ένα Οσκαρ Α' Γυναικείου ρόλου - ένα από τα 4 που κέρδισε ο «Νευρικός Εραστής» αφήνοντας έξω από το χορό το φαινόμενο του «Star Wars». Ταιριαστά, ο Αλεν δεν πήγε να παραλάβει τα δικά του. Bλέπετε, η τελετή απονομής έγινε στο Λος Αντζελες κι εκείνος προτίμησε για ακόμα μία φορά την αγαπημένη του Νέα Υόρκη.