Η εφημερίδα «Bulletin» αλλάζει διεύθυνση και στέλνει 40 εργαζόμενους στην ανεργία. Μια απ’ τις απολυμένες, η δημοσιογράφος Αν Μίτσελ, στην τελευταία της στήλη δημοσιεύει ένα επινοημένο γράμμα με αποστολέα έναν ανύπαρκτο άνεργο που τον ονομάζει «Τζον Ντο» (είναι το όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται στην Αμερική οι αγνώστου ταυτότητος άνθρωποι, συνήθως νεκροί). Ο επινοημένος «Τζον Ντο», λοιπόν, σύμφωνα με το σενάριο της Μίτσελ, έχει φτάσει σε σημείο απόλυτης απελπισίας και απειλεί ν’ αυτοκτονήσει την παραμονή των Χριστουγέννων, διαμαρτυρόμενος για τα κοινωνικά προβλήματα που τον έχουν ωθήσει στην ανεργία. Η διεύθυνση της εφημερίδας «τσιμπάει» με το «πιασάρικο» αυτό θέμα και επαναπροσλαμβάνει την Αν. Οπότε, η τελευταία βρίσκεται πλέον σε δύσκολη θέση: πρέπει να δημιουργήσει τον ανύπαρκτο υποψήφιο αυτόχειρα. Ο κατάλληλος άνθρωπος εντέλει θα βρεθεί στο πρόσωπο του πρώην παίκτη του ράγκμπι και νυν άστεγου Λονγκ Τζον Γουίλαμπι. Πλέον, τόσο η ίδια η δημοσιογράφος όσο και η εφημερίδα της θα «ξεζουμίσουν» την ιστορία και θα πληρώσουν τον Γουίλουμπι για να παραστάνει τον Τζoν Ντο. Ωστόσο, ο διευθυντής της εφημερίδας θα θελήσει να χρησιμοποιήσει το τεράστιο κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης που δημιουργήθηκε γύρω από τις «ιδέες» του Τζον Ντο για τους επικίνδυνους πολιτικούς του σκοπούς…

Ακόμη κι αν σου κλείσουν τα μάτια στους τίτλους αρχής του «Meet John Doe», είναι αδύνατον να μην αναγνωρίσεις αμέσως πως αυτή είναι μια ταινία του Φρανκ Κάπρα: γρήγοροι διάλογοι, φρενήρης ρυθμός, μελόδραμα, κοινωνική κριτική και ουμανισμός σε μια ιστορία για μια χώρα σε απόλυτη κατάρρευση, με ήρωες μια γυναίκα πιο δυναμική από την εποχή της και έναν άντρα της διπλανής πόρτας φτιαγμένο για να γίνει ο κατά λάθος σωτήρας που όλοι περιμένουν για να πιστέψουν πως υπάρχει φως στην άκρη του τούνελ.

Αφού έστειλε τον κύριο Ντιντς στην πόλη («Mr. Deeds Goes to Town») και τον κύριο Σμιθ στη Γουάσινγκτον («Mr. Smith Goes to Washington»), ο Φρανκ Κάπρα αποφάσισε πως ο κόσμος έπρεπε να μάθει επιτέλους πώς γεννιούνται οι μεγάλοι ήρωες της μικρής καθημερινότητας.

Οι άνθρωποι που θα μπορούσες να συναντήσεις μέσα σε ένα λεωφορείο ή στην ουρά της τράπεζας και που δεν θα θυμόσουν ποτέ ότι τους έχεις ξαναδεί αν σε ένα γύρισμα της τύχης ή στο κέντρο μιας παράδοξης κοσμικής συνομωσίας δεν μεταμορφωνόνταν σε όλα αυτά που δεν θα τολμούσε ποτέ να ονειρευτεί ο μέσος πολίτης μιας χώρας: στο σύμβολο μιας επανάστασης.

Αν υπάρχει κάτι πραγματικά σπουδαίο στο σενάριο του μονιμου συνεργάτη του Κάπρα, Ρόμπερτ Ρίσκιν (βασισμένο σε μια ιστορία των υποψήφιων για Οσκαρ εκείνη τη χρονιά Ρίτσαρντ Κόνελ και Ρόμπερτ Πρέσνελ) είναι το γεγονός πως ο ασήμαντος «John Doe» που θα επιλέξει η δαιμόνια δημοσιογράφος για να εκδικηθεί την απόλυσή της από την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν είναι στην πραγματικότητα ένας ασήμαντος «John Doe», ένας συνηθισμένος Αμερικάνος σαν τόσους άλλους που θα βρεθεί στο επίκεντρο ένος παραλογισμού, αφού καθώς δέχεται να υποδυθεί το ρόλο του καθημερινού ήρωα μιας ολόκληρης χώρας, γίνεται τελικά αυτός ο ήρωας.

Μέσα σε αυτόν τον αέναο κύκλο της παραδοξότητας που έρχεται να συναντήσει νομοτελειακά την πραγματικότητα πριν παραδοθεί πάλι στον παραλογισμό, ο Κάπρα κάνει αυτό που ξέρει καλύτερα.

Χτίζει την ιστορία του σαν ένα κορυφούμενο δράμα (που θα μπορούσε να είναι κωμωδία, όπως και το αντίστροφο) καταστάσεων, έχοντας στο κέντρο τον άνθρωπο. Του δίνει ρυθμό σχεδόν ρεπορταζιακό, στο ίδιο μήκος κύματος με τον κόσμο της φρενίτιδας των εφημερίδων όπου εκτυλίσσεται. Χαρτογραφεί μια ολόκληρη χώρα έτοιμη να εξεγερθεί απέναντι στο κεφάλαιο. Προτάσσει τη δημοκρατία ως το ύστατο όπλο απέναντι στην κοινωνική αδικία. Και πάντοτε πιστός στο σινεμά που ο ίδιος έμαθε σε όλους τους υπόλοιπους ποτίζει με χιούμορ το βαρύ πολιτικό του μήνυμα και βάζει στο κέντρο μιας ξέφρενης σάτιρας ένα απίθανο ρομάντζο σαν υπενθύμιση πως πριν από κάθε κοινωνική διεκδίκηση το σημαντικότερο πράγμα σε αυτή τη ζωή είναι η αγάπη.

Ολοκληρώνοντας έτσι μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του, ένα – τουλάχιστον για την εποχή του – ρηξικέλευθο αν και υπερβολικά προφανές πολιτικά φιλμ, αλλά σίγουρα όχι το καλύτερό του, αν αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι για μια στιγμή της ιστορίας του σινεμά τόσο κλασική όσο και η πλήρη ενσωμάτωσή της στην ποπ κουλτούρα της Αμερικής, όχι πια ως μια ταινία αλλά ως ένας αστικός μύθος που δεν θα ήταν απίθανο να είχε συμβεί στην πραγματικότητα.

Και θα μπορούσε κανείς να μιλάει μόνο για την Μπάρμπαρα Στάνγουικ (αγαπημένη πρωταγωνίστρια του Φρανκ Κάπρα), για τον τρόπο που ενσαρκωνει τη νέα Αμερική, το δυναμισμό μιας γυναίκας μέσα σε ένα ανδροκρατούμενο κόσμο, την ευάλωτη φύση ενός κοριτσιού που αγαπάει και το θυμό ενός ανθρώπου που θέλει με κάθε τρόπο να διεκδικήσει αυτό που είναι σίγουρος ότι του ανήκει.

Μόνο που το «Meet John Doe» ανήκει περισσότερο και από τον Κάπρα, τον Ρίσκιν ή την Στάνγουικ, ολοκληρωτικά στον Γκάρι Κούπερ. Στον όμορφο Γκάρι Κούπερ. Στον αθώο Γκάρι Κούπερ. Στον γενναιώδορο Γκάρι Κούπερ. Στον ηθοποιό Γκάρι Κούπερ που, ο ίδιος, ο σημαντικότερος κρίκος της αλυσίδας που εναλλάσσει συνεχώς το ρεαλισμό με το παράλογο, δεν υποδύεται τον Τζον Ντο αλλά είναι ο Τζον Ντο. Ενας άνθρωπος που μπαίνει στο παιχνίδι που του έχουν στήσει για να απολαύσει επιτέλους τη μεγάλη ζωή, αλλά που σύντομα ανακαλύπτει πως αυτός που βλέπει στον καθρέφτη είναι ο ήρωας που και ο ίδιος θα ήθελε να πιστέψει πως υπάρχει.

Το αφοπλιστικό του χαμόγελο, η αμηχανία του μπροστά στα διλήμματα μιας κοσμικής παρεξήγησης, ο ερωτισμός του και τελικά η μεγαλοσύνη του μπροστά στο χρέος που αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας με σχεδόν ολόκληρη την ύπαρξη του είναι μόνο λίγα από τα χαρακτηριστικά που κάνουν την παρουσία του στο φιλμ εμβληματική. Σε μια και μόνο μικρή σκηνή πολύ αρχή στην ταινία, όταν παίζει μόνος του μπέιζμπολ στο δωμάτιο του ξενοδοχείου που τον έχουν τοποθετήσει, βορά στο αδηφάγο πλήθος που θέλει να δει τον «Μεσσία» από κοντά, ο Κούπερ κοιτάζει σχεδόν την κάμερα, σίγουρος πως οι μεγάλοι ήρωες της μικρής καθημερινότητας δεν γεννιούνται, αλλά γίνονται.