Ο νεαρός Ρόκε έρχεται από την επαρχία στο Μπουένος Αϊρες για να σπουδάσει. Δεν είναι παρά ένας τυπικός φοιτητής: ζει πολύ πιο έντονα τις παρέες, τα πάρτι, τις γυναίκες, τα ντραγκς, παρά τα μαθήματά του. Κυνηγώντας μία κοπέλα που τον εντυπωσίασε, την πολιτικοποιημένη Πάολα, ξεκινά να ασχολείται με τις φοιτητικές συγκεντρώσεις και τις κομματικές κινητοποιήσεις. Σταδιακά σαγηνεύεται από τις ιδεολογίες, εθίζεται στην ατμόσφαιρα της διαφωνίας, των αγώνων, των ονείρων, μετέπειτα αποκαλύπτει το βρώμικο παρασκήνιο, απομυθοποιεί, παίρνει θέση, μαθαίνει κι ο ίδιος να ελίσσεται, να εκβιάζει, να εκμεταλλεύεται. Μεταμορφώνεται σε πολιτικό παίκτη. Σε μέρος του συστήματος.

Στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο, ο Σαντιάγκο Μίτρε (σεναριογράφος του Πάμπλο Τραπέρο στα «Λεονέρα», και «Το Αρπαχτικό») με το ένα χέρι βασίζεται στις δυνατές, νατουραλιστικές ερμηνείες των ηθοποιών του και με το άλλο βουτά την κάμερα στο ώμο και κινηματογραφεί με νεύρο, ενέργεια και ηλεκτρισμένη διάθεση τους διαδρόμους, τα αμιθέατρα, τις τάξεις, τις εστίες των σύγχρονων πανεπιστημίων (τα γυρίσματα έγιναν σε φυσικούς χώρους, σε σχολές του Μπουένος Αϊρες). Διάλογοι πυκνογραμμένοι και εκτελεσμένοι με ταχύτητα πολυβόλου, σαν ένα αργεντίνικο «West Wing», αποτυπώνουν 20χρονους που συγκρούονται μεταξύ τους για το πολιτικό τους μέλλον ή με τους καθηγητές τους για το ιστορικό τους παρελθόν. Το αίμα βράζει, το μυαλό αμφισβητεί, η λογική προβληματίζεται, τα σπρέι γράφουν στον τοίχο συνθήματα, το σώμα θέλει αλλαγές και κατεβαίνει στους δρόμους.

Η επιτυχία του Μίτρε είναι ότι την ταινία την αισθάνεσαι στο πετσί σου γιατί τίποτα δεν είναι ξεκάθαρο, ούτε καθαρό. Οπως τα γκράφιτι στους τοίχους, όπως ο τρόπος να κοιτάς την Ιστορία, έτσι και οι σύγχρονες ιδεολογίες είναι μπερδεμένες - ποιος έχει δίκιο, ποιος αγωνίζεται στην πλευρά του σωστού, πώς μπορείς να το ξέρεις αυτό στα 20 σου όταν αρχικά αισθάνεσαι άσχετος, όταν νιώθεις ότι πρέπει να ωριμάσεις, να πάρεις θέση, να χαράξεις τη δική σου πορεία ως πολιτικό ον; Ταυτόχρονα, όπως η βρώμα των διαδρόμων ενός παρατημένου δημόσιου ιδρύματος, αντίστοιχη κι αυτή των «ηγετών» συμφοιτητών ή καθηγητών που έχουν τη δική τους πολιτική ατζέντα και καριέρα πίσω από όλα αυτά.

Ο Μίτρε ξεκινά με αφετηρία την νεανική αποχή, την απάθεια, την νεολαία που απαξιώνει και μηδενίζει τα πάντα μ' ένα εύκολο «όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι». Σταδιακά όμως, σαν ένας άλλος «Προφήτης» όπως αυτός του Ζακ Οντιάρ, ο ήρωάς του μεταμορφώνεται από έναν νέο που ψάχνει την πολιτική του συνείδηση, σ' έναν γερό παίκτη που την πουλάει στο διάβολο.

Μπορεί ο σκηνοθέτης να χρησιμοποιεί σε στιγμές voice over για να μας υπενθυμίσει ότι ό,τι βλέπουμε στην οθόνη είναι φιξιόν, όμως ο προβληματισμός για το αν τα νεανικά όνειρα και ο αγνός ακτιβισμός μπορεί ποτέ να επιβιώσει της ισχυρής πολιτικής διαφθοράς του συστήματος είναι δυνατότερος από τη φωνή του αφηγητή. Υπάρχει διέξοδος, υπάρχει ελπίδα, τα παρατάμε;

Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο λάβαρο, το δυνατότερο σύνθημα της ταινίας: ο τρόπος που θα επιλέξεις να τη διαβάσεις, ίσως λέει πολλά για τον προσωπικό σου αντικατοπτρισμό στα πράγματα της δικής σου χώρας, της δικής σου συνείδησης. Γιατί μπορεί να μην υπάρχουν απαντήσεις, αλλά ακόμα και οι ερωτήσεις που θα θέσεις θα στρέψουν τον πολιτικό διάλογο προς την πλευρά του κυνισμού, της υποτέλειας ή του αδιαπραγμάτευτου προσωπικού σου αγώνα.