Το φαινομενικά ήσυχο περιβάλλον μίας μικρής κολεγιακής κοινότητας στη Νέα Αγγλία διαταράσσεται από τη δραπέτευση ενός γερμανικού εγκληματία πολέμου, που όμως στη πραγματικότητα έχει σχεδιαστεί από κυβερνητικούς πράκτορες με την ελπίδα, ότι ο φυγάς θα τους οδηγήσει σε άλλους κρυμμένους ναζί καταζητούμενους. Ο δραπέτης καταφεύγει στο σπίτι του καθηγητή Ράσκιν, που είναι ένας εγκληματίας πολέμου κρυμμένος και έτοιμος να παντρευτεί την κόρη του τοπικού δικαστή, ώστε έτσι να γίνει πολίτης υπεράνω υποψίας. Ο Ράσκιν, δε χάνει τον καιρό του με τον πρώην συμπολεμιστή του. Από φόβο μήπως τον προδώσει, τον σκοτώνει και κρύβει το πτώμα του. Αλλά στο μεταξύ υπάρχει ο κυβερνητικός πράκτορας που παρακολουθεί τον ναζί δραπέτη και εντοπίζει τον Ράσκιν.

Μετά τις καλλιτεχνικές επιτυχίες του «Πολίτη Κέιν» και του «The Magnificent Ambersons», που κόστισαν ωστόσο σε οικονομικές απώλειες σχεδόν την ύπαρξη της RKO και της ίδιας της καριέρας του Ορσον Γουελς ως σκηνοθέτη, δεν υπήρχαν πολλές επιλογές για τον ίσως πιο ταλαντούχο άνθρωπο που πάτησε μεταπολεμικά το πόδι του στο Χόλιγουντ.

Ή θα εγκατέλειπε για πάντα τη σκηνοθεσία, συνεχίζοντας μια καριέρα ηθοποιού που έδειχνε να ανθίζει αλώβητη από τις δημιουργίες του πίσω από την κάμερα ή θα αποδείκνυε πως μπορούσε να κάνει μια ταινία όπως ένας κανονικός άνθρωπος, χωρίς να αναστατώσει ολόκληρη τη βιομηχανία, χωρίς να φτάσει στα άκρα για να διατηρήσει την καλλιτεχνική του ακεραιότητα και κυρίως φέρνοντας χρήμα στα ταμεία.

Κάπως έτσι γεννήθηκε το «Τhe Stranger», η ταινία που ο ίδιος ο Γουελς χαρακτήρισε ως τη «χειρότερη» που γύρισε ποτέ και η μοναδική μεγάλη του εμπορική επιτυχία, αυτή που έπεισε – έστω και παροδικά - τα στούντιο να συνεχίσουν να επενδύουν πάνω στο αστείρευτο ταλέντο του.

Και είναι αλήθεια. Το «Τhe Stranger» είναι με διαφορά ό,τι «χειρότερο» γύρισε ποτέ ο Ορσον Γουελς στην επεισοδιακή και γεμάτη παρεξηγημένα αριστουργήματα σκηνοθετική καριέρα του. Μια ταινία που αποκτά αυξημένη ιστορική σημασία μόνο επειδή γυρίστηκε από τον Γουελς και που χωρίς αυτόν μπορεί να είχε ξεχαστεί ως ένα υβρίδιο μελοδράματος και φιλμ νουάρ που στηριγμένο πάνω σε ένα αδύναμο σενάριο υπάρχει μόνο επειδή σε κάθε του σκηνή αναπνέει «Ορσον Γουελς».

Οσο άδικο κι αν ακούγεται, δεν μπορείς παρά να αντιμετωπίσεις αυτήν την εύπεπτη ιστορία μυστηρίου (με καταχωρημένη την πρώτη εικόνα από στρατόπεδα συγκέντρωσης στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά) σε σύγκριση με αυτό που βλέπεις ότι θα μπορούσε να είχε κάνει ο Γουελς, αν δεν είχε προτιμήσει να κινηθεί όσο πιο συμβατικά του επέτρεπε η ιδιοφυία του.

Και μόνο η σκηνή στο δάσος (πολύ νωρίς στην ταινία), εκεί όπου ο ναζιστής Ράσκιν θα δολοφονήσει τον συνεργάτη του, ενορχηστρωμένη σαν ένας ζωντανός εφιάλτης, αρκεί για να περιγράψει κανείς πως όλο το φιλμ είναι γεμάτο από μικρές εκλάμψεις εξπρεσιονισμού, τολμηρών λήψεων και ολόκληρων σεκάνς πιθανής ανθολογίας. Ολα αυτά δηλαδή που έβαλαν τη σφραγίδα του Γουελς στο σύγχρονο σινεμά όπως το γνωρίζουμε.

Μόνο που πατώντας πάνω σε ένα ισχνό σεναριακό ιστό, ο Γουελς παγιδεύεται ποικιλοτρόπως ανάμεσα στην προσπάθειά του να μην ξεφύγει από το στόχο του mainstream και να φερθεί, έστω και για μία φορα, «φιλικά προς το κοινό».

Η εκ των προτέρων γνώση της ταυτότητας του Ράνκιν από το θεατή λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά ως προς το ζητούμενο που θα ήταν μια αντεστραμμένη «χιτσκοκική» αναφορά στο θέμα της ενοχής και της αθωότητας. Ο ρόλος της αξιολάτρευτης Λορέτα Γιανγκ δεν γίνεται παρά μόνο σε στιγμές πειστικός ως προς την αφέλεια της για τον άνθρωπο που μόλις παντρεύτηκε. Το αντιναζιστικό μήνυμα είναι πέρα από το προφανές. Ενώ, ακόμη και ο ίδιος ο Γουελς, σατανικός και σχεδόν «σαιξπηρικός» ως Ράσκιν μοιάζει σε στιγμές να παίζει σε μια άλλη ταινία και όχι σε ένα μελόδραμα που μοιάζει να μην τον... χωράει.

Σαν σάτιρα μιας ηθογραφίας που δεν θα γύριζε ποτέ ο Φρανκ Κάπρα, ο Γουελς μοιάζει ωστόσο να διασκεδάζει μέσα στην ευθεία γραμμή της αφήγησης που τόσο πολύ δεν του άρεσε. Μικρές λεπτομέρειες διανθίζουν τους χαρακτήρες και την ατμόσφαιρα (η πίπα του Εντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, η εμμονή της Λορέτα Γιανγκ για τις κουρτίνες, τα αγόρια που τρέχουν στο δάσος...), ενώ ένα επιβλητικό φινάλε, αν και όχι αρκετό για να κάνει στιβαρή την κατάληξη της ιστορίας, αφήνει τελικά μια επίγευση σπουδαιότητας σε μια ταινία που δεν είναι σίγουρα σπουδαία, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πέφτει κάτω από το μέσο όρο.

Αντίθετα, τον υπερβαίνει αποδεικνύοντας πως ο Ορσον Γουελς κατάφερε να κάνει μια ταινία σαν κανονικός άνθρωπος, θυσιάζοντας το μεγαλύτερο ποσοστό του οράματος που είχε ανέκαθεν για το σινεμά, αλλά όχι και την έμφυτη δαιμόνια και αστείρευτη ικανότητα του να δίνει σημασία ακόμη και σε κάτι ασήμαντο.