O Νέιτ, ένας ταλαντούχος αλλά ξεπεσμένος τρομπετίστας της τζαζ, βλέπει το τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του να παίζεται στην έρημο του Νιου Μέξικο. Ενώ όμως περιμένει τη χαριστική βολή από την τοπική μαφία, ο χρόνος μοιάζει ξαφνικά να σταματά. Λίγο αργότερα βρίσκεται μπροστά σε έναν περιπλανώμενο θίασο, όπου γνωρίζει έναν πραγματικό άγγελο, τη Λίλι. Ο Νέιτ τη βοηθά να δραπετεύσει από το θίασο και να ανοίξει τα φτερά της προς τον έρωτα, μαζί του.

Αν σου περιέγραφε κάποιος την ιστορία του «Αγγελου του Πάθους», χωρίς να βλέπεις την ταινία του Μιτς Γκλέιζερ μπορεί και να εντυπωσιαζόσουν. Ενας μελαγχολικός τρομπετίστας της τζαζ συναντάει στην έρημο μια γυναίκα με φτερά, την «ελευθερώνει» από το τσίρκο που την κρατάνε αιχμάλωτη για ένα freak show που αξίζει ένα δολάριο τη φορά και μαζί επιστρέφουν στην πόλη για να ξεκαθαρίσουν παλιούς και νέους λογαριασμούς.

Αν στην περιγραφή της ιστορίας πρόσθετε κανείς πως ο άνθρωπος που την έγραψε και τη σκηνοθέτησε προσπαθούσε για είκοσι ολόκληρα χρόνια να την κάνει πραγματικότητα, πως τη φωτογραφία υπογράφει ο περισσότερο γνωστός από την αριστουργηματική του δουλειά στις ταινίες του Γουονγκ Καρ Βάι, Κρίστοφερ Ντόιλ και πως στο ατμοσφαιρικό έως και συλλεκτικό soundtrack συμμετέχουν από τον Σόλομον Μπερκ μέχρι τον Λίτλ Τζίμι Σκοτ και από τον Κιθ Ρίτσαρντς μέχρι τον Ααρον Νέβιλ, τότε το μόνο που θα ήθελες θα ήταν δεις αυτήν την ταινία τώρα.

Θα ήταν, όμως, καλύτερο να μην το κάνεις. Οχι μόνο γιατί είναι πολύ πιθανό να εκνευριστείς θανάσιμα από το πόσο σοβαρά παίρνει στον εαυτό του ο πρωτοεμφανιζόμενος Γκλέιζερ, λες και το σινεμά περίμενε αυτόν και το ταλέντο του για να μάθει πως ακριβώς φτιάχνεται ένα νεο-νουάρ. Αλλά κυρίως γιατί μετά τα δέκα πρώτα λεπτά, ο «Αγγελος του Πάθους» μοιάζει να αγωνιά τόσο πολύ να συνδυάσει τον μαγικό ρεαλισμό με την παράδοση του γκανγστερικού φιλμ που ξεχνά όχι μόνο τις βασικές αρχές του σινεμά (σκηνοθεσία, διεύθυνση ηθοποιών, ρυθμό) αλλά και πως η ατμόσφαιρα μιας ταινίας που θέλει να μιλήσει για τους έκπτωτους αγγέλους και την ανάγκη τους να εφεύρουν το δικό τους παράδεισο στη Γη δεν φτιάχνεται με φτηνές κινήσεις της κάμερας, αναίτια slow motion, ένα μουσικό θέμα που νομίζεις πως δεν θα τελειώσει ποτέ και με τους ηθοποιούς σου να ξεστομίζουν κοινοτοπίες με αργό ψιθυριστό τρόπο.

Το τρικ «είμαι καμμένος, άρα παίζω καλύτερα από οποιονδήποτε τον loser» του Μικι Ρουρκ μοιάζει πιο κουραστικό και από τις μούτες που κάνει ασυναίσθητα το «πλαστικό» πρόσωπο του κάθε φορά που θέλει να εκφράσει λύπη ή θυμο, η ερμηνεία της Μέγκαν Φοξ βασίζεται εξ ολοκλήρου στο αδιάβροχο lipstick που δεν φεύγει όσα δάκρυα και να ρίχνει (και ρίχνει πολλά) και ίσως ο μόνος κερδισμένος της υπόθεσης να είναι ο Μπιλ Μάρεϊ που στο ρόλο ενός αρχιγκάνγκστερ δίνει ψήγματα ύπαρξης σε έναν χαρακτήρα που στο σενάριο πρέπει να μην έχει καμία άλλη περιγραφή από το όνομα του.

Οσο για το φάντασμα του Βιμ Βέντερς (τόσο από το «Παρίσι, Τέξας» όσο και από τα «Φτερά του Ερωτα») το μόνο που θα μπορούσε να πει κανείς στον Γκλέιζερ είναι πως ναι, είναι άξιος διάδοχος του Γερμανού μέντορα του. Αλλά όχι του Βέντερς των πρώτων αριστουργηματικών ταινιών του, αλλά του Βέντερς που τα τελευταία χρόνια κάνει ταινίες που όπως και ο «Αγγελος του Πάθους» μοιάζουν σαν αποτελέσματα μιας προσπάθειας και άντε μερικών καλών προθέσεων που πήγαν πολύ, μα πάρα πολύ στραβά