Ταινία με την ταινία, γίνεται ολοένα και πιο έντονη η εντύπωση πως ο Γκιγιόμ Κανέ αποφάσισε να γίνει από ηθοποιός (και) σκηνοθέτης προκειμένου να διαχειριστεί την προσωπική του κρίση μέσης ηλικίας. Και να μπορέσει μέσα από τις ταινίες που ο ίδιος να μιλήσει για πράγματα όπως ο χρόνος που περνάει, οι μόδες που ξεπερνιούνται, οι φίλοι που χάνονται, οι ευκαιρίες που δεν έρχονται ξανά ή τουλάχιστον όταν τις έχεις ανάγκη πιο πολύ…

Περισσότερο από την μεγάλη επιτυχία του «Μην το Πεις σε Κανέναν» ή το πιο ποπ «Rock ’n’ Roll», η ταινία που χαρακτηρίζει περισσότερο τη σκηνοθετική υπογραφή του Γκιγιόμ Κανέ είναι το «Μικρά Αθώα Ψέματα» του 2010, μια «Μεγάλη Ανατριχίλα» αλά γαλλικά που συγκέντρωσε μια δεκαετία πριν ένα πολυπληθές λαμπερό καστ για να αφηγηθεί την ιστορία μιας παρέας που είσαι σίγουρος πως υπάρχει κάπου εκεί έξω - στην πραγματικότητα.

Αντιμέτωποι εκεί με έναν… επικείμενο θάνατο, οι ήρωες του πρώτου μέρους αναγκάστηκαν να σταθούν απέναντι στην ευθύνη της μέχρι τότε φιλίας τους και όλων των μικρών ή μεγάλων ψεμάτων πάνω στην οποία χτίστηκε αυτή. Διαφορετικοί όλοι μεταξύ τους, φτιαγμένοι όμως για να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, μαζεύτηκαν στο εξοχικό του Μαξ, όπως έκαναν κάθε χρόνο και όταν έφυγαν από εκεί τίποτα δεν ήταν το ίδιο.

Μια δεκαετία μετά, ο Γκιγιόμ Κανέ επιστρέφει στο εξοχικό του Μαξ, μόνο που η παρέα δεν είναι καλεσμένη αυτή τη φορά. Ο Μαξ είναι μόνος του, θέλει να μείνει μόνος του, έχει αποφασίσει να πουλήσει το σπίτι μόνος του, μέχρι τη στιγμή που η παρέα επιστρέφει σαν έκπληξη της νυν συντρόφού του για να γιορτάσουν όλοι μαζί τα 60 του χρόνια.

Ο Μαξ έχει χωρίσει και έχει μια νέα σύντροφο. Η Μαρί είναι μητέρα, αλλά παραμένει μια επαναστάτρια χωρίς καμία αιτία. Ο Βανσάν έχει χωρίσει με τη γυναίκα του και είναι επίσημα σε μια σχέση με έναν άντρα. Ο Ερίκ είναι πλέον ένας διάσημος και πλούσιος ηθοποιός με ένα μωρό χωρίς μητέρα. Ο Αντουάν είναι πάντα ο ίδιος παλός καλός Αντουάν.

Δεν χρειάζεται να έχετε δει την προηγούμενη ταινία για να «αναγνωρίσετε» στους παραπάνω κεντρικούς ήρωες τα βάρη που κουβαλάει ο καθένας, το παρελθόν που έχει απαρνηθεί ή χάσει, το παρόν που δεν ξέρει αν θέλει να ζήσει και το μέλλον που ονειρεύεται. Φίλοι σε αιώνια κρίση, θα ξαναγνωριστούν από την αρχή και θα ανακαλύψουν ότι έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον περισσότερο ίσως τώρα από ποτέ.

Κάποια στιγμή, ο (πιο) αφελής Αντουάν θα συνοψίσει σχεδόν όλο το νόημα της ταινίας λέγοντας «Οι πραγματικοί φίλοι δεν χρειάζεται να βλέπονται συνέχεια, αλλά να βρίσκονται κοντά σου ακριβώς τη στιγμή που πρέπει».

Με κέντρο τα γενέθλια των 60 χρόνων που θα βρουν τον Μαξ στο ίσως μεγαλύτερο τέλμα της ζωής του, ο Γκιγιόμ Κανέ (ιδιοφυώς απών ως ηθοποιός και από τις δύο ταινίες) ανοίγει την κάμερα και αρχίζει να γεμίζει το άλμπουμ αυτών των διακοπών με μικρές, μεγαλύτερες, ασήμαντες, συνταρακτικές, αμήχανες, ξέφρενες και τραγικές στιγμές. Και σε βάζει μέσα σε μια καθημερινότητα που το νιώθεις ότι είναι έτοιμη να διακοπεί ανά πάσα στιγμή από μια έκρηξη, μια λάθος έκφραση, ένα κακόγουστο αστείο.

Το κάνει παίρνοντας το χρόνο του (οπως και στην πρώτη ταινία, αλλά και όπως σχεδόν το κάνει σε όλες τις ταινίες του), σαν να σκηνοθετούσε ένα ριάλιτι, χωρίς ωστόσο να απαρνηθεί στιγμή το μελόδραμα που τόσο αγαπά και τη διαρκή εναλλαγή της κωμωδίας με το δράμα. Και ενώ θα πιάσεις τον εαυτό σου να γελά, να συγκινείται, να ταυτίζεται ίσως σε αρκετά σημεία της ταινίας, είναι λίγα όσα κάνουν το σύνολο να (σε) ενδιαφέρει πραγματικά.

Οι καταχρηστικές αντιδράσεις των ηρώων, τα κλισέ που επαναλαμβάνονται όχι με τον τρόπο που θα το έκανε ένας λάτρης του κλασικού αλλά ένας πιο τεμπέλης σεναριογράφος-σκηνοθέτης, μια διάθεση για σλάπστικ που αποβαίνει εντελώς αποτυχημένη και ένα υπερβολικά δραματικό φινάλε που μετατοπίζει το κέντρο βαρους ολόκληρης της ταινίας αλλού από τη βάση της, όλα κάνουν το άτυπο αυτό σίκουελ «μια από τα ίδια» και λίγο χειρότερο.

Οσοι Φρανσουά Κλουζέ κι αν κλέψουν την παράσταση (με στιγμές ωστόσο υπερβολικού «παιξίματος»), όσες Μαριόν Κοτιγιάρ κι να παίξουν ξανά την loser μητέρα που στη δύσκολη στιγμή γίνεται υπερήρωίδα, όσοι Ζιλ Λελούς κι αν αφήσουν ελεύθερη τη γοητεία τους, οσοι Λοράν Λαφίτ κι αν παίξουν τον ίδιο ακριβώς ρόλο πολύ καλά και όσοι Μπενουά Μαζιμέλ φρεσκάρουν τον ρόλο του straight-που γίνεται-γκέι-και-όμως-θέλει-ακόμη-τη-γυναίκα-του, τίποτα δεν μπορεί να κάνει τα μικρά αυτά αθώα ψέματα κάτι περισσότερο από μια ακόμη ξεχειλωμένη «Μεγάλη Ανατριχίλα» αλά γαλλικά.

Σεβαστό αν βοηθάει τον Γκιγιόμ Κανέ να νιώθει καλύτερα, αλλά σίγουρα κάνει πολύ λιγότερα για εμάς τους υπόλοιπους...