Ανεξάρτητα απ’ το αν εκτιμά κανείς το σινεμά του, ο Ξαβιέ Ντολάν είναι ένα φαινόμενο του σημερινού σινεμά, έχοντας κάνει, ως τα 25 του χρόνια, πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, που έχουν όλες διαγωνιστεί στα Φεστιβάλ των Καννών ή της Βενετίας, ανάγοντάς τον σ’ έναν από τους πιο… happening σκηνοθέτες της νέας γενιάς (του Κεμπέκ και του κόσμου), με φανατικούς οπαδούς και εξίσου πεισματικούς εχθρούς της δημιουργικής αλαζονείας του. Αν υποθέσουμε ότι το «Tom à la ferme» ήταν η πιο ώριμη, ουσιαστική ταινία του, τότε το «Mommy», που απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής στις περσινές Κάννες, είναι η πιο παθιασμένη και συναισθηματικά ανυψωτική.

Η ταινία εκτυλίσσεται σ’ ένα υποθετικό 2015 (ένα εντελώς περιττό μελλοντολογικό στοιχείο), όπου, μ’ ένα νέο νομοσχέδιο κοινωνικής πρόνοιας, οι γονείς που δεν μπορούν, οικονομικά ή συναισθηματικά, να τα βγάλουν πέρα με τα δύσκολα, ατίθασα ή ασθενή παιδιά τους, μπορούν να τα παραδίδουν δωρεάν σε ψυχιατρικές κλινικές. Η Ντάι είναι μητέρα του «δύσκολου» έφηβου Στίβεν, με συχνές βίαιες εκρήξεις, αλλά δε διανοείται να εγκαταλείψει το γιο της. Η ίδια είναι μια απολαυστική υπερβολή: μια σπασμένη καλλονή δεύτερης διαλογής, γεμάτη ορμή, χιούμορ και πείσμα, χήρα εδώ και λίγα χρόνια, πιάνει την κάθε στιγμή τη ζωή από το χαλινάρι και την ιππεύει με στιλ. Ετοιμη ν’ αντιμετωπίσει κάθε εμπόδιο, φορά το χαμόγελό της, τις ψηλοτάκουνες πλατφόρμες της και τα στενά της τζιν και επιτίθεται. Στη μικρή, ιδιαίτερη οικογένεια, θα έρθει να προστεθεί η Κάιλα, η συνεσταλμένη γειτόνισσα, που προσπαθεί να ξεπεράσει ένα πρόσφατο προσωπικό τραύμα και, στην Ντάι και τον Στίβεν θα βρει ένα απρόσμενο καταφύγιο.

Η σκηνοθετική επιδειξιομανία του Ντολάν, φυσικά δε λείπει από το «Mommy». Το κάδρο ολόκληρης της ταινίας (σ’ ένα παιχνίδι που δοκίμασε ξανά στο «Tom à la ferme»), είναι στενό και κάθετο, ακριβώς όπως θα έμοιαζε αν είχε γυριστεί μ’ ένα smartphone. Η οθόνη «ανοίγει» μόνο δυο φορές, κλείνοντας το μάτι στο θεατή, όταν ο ψυχισμός και οι σκέψεις των ηρώων κάνουν σύντομες επισκέψεις στην ευτυχία. Η ταινία είναι γεμάτη ποπ τραγούδια (υπέροχη σκηνή με χορευτικό υπό τους ήχους της συμπατριώτισσάς τους Σελίν Ντιόν), που συνοδεύουν, έως και κυριεύουν, το κάθε λεπτό της με απόλυτη σοβαρότητα. Οι διάλογοι, με ελάχιστα διαλείμματα, διατυπώνονται στη διαπασών, από loud ήρωες εξοικειωμένους με τις συναισθηματικές εκρήξεις, για τους οποίους η υπερβολή είναι τρόπος ζωής.

Με αυτή την επιτήδευση ως δεδομένο, ωστόσο, ο Ντολάν βάζει στην ψυχή της ταινίας του έναν ελκυστικό, χρυσαφένιο Στίβεν στη μορφή του Αντουάν-Ολιβιέ Πιλόν (είναι ο πρωταγωνιστής του πολυσυζητημένου βίντεο κλιπ που γύρισε για τους Indochine) και, κυρίως, δυο σπουδαίες γυναικείες ερμηνείες. Την Αν Ντορβάλ ως Ντάι, ένα χείμαρρο ενέργειας, χιούμορ, σπαρακτικής δύναμης, μια καθηλωτική, συναρπαστική μορφή και, στον αντίποδά της, τη Σουζάν Κλεμάν (βραβευμένη στο «Ενα Κάποιο Βλέμμα» το 2012 για το «Laurence Anyways») ως Κάιλα, με μια συγκλονιστική εσωτερικότητα, μια λεπτή ισορροπία στις διακυμάνσεις της, μια γοητευτική, μυστικιστική παρουσία. Ακόμα περισσότερο, ο Ντολάν στήνει ένα συνηθισμένο οικογενειακό δράμα με υπερβατικό τρόπο, ξυπνώντας βιωματικές αντιδράσεις, οδηγώντας τον πρόθυμο θεατή σε μια συναισθηματική ανηφόρα ως τον ουρανό, ερεθίζοντας τα πιο αγνά κέντρα της ψυχής, την απλόχερη αγάπη, τα διλήμματα ζωής, την υπαρξιακή απορία, τα μικρά κομμάτια ανεμελιάς. Κι αυτό είναι ένα δύσκολο ταξίδι για το σινεμά, που όταν συμβαίνει με τόσο αυθόρμητες αντιδράσεις, σηματοδοτεί μια ταινία που αξίζει, σαν τους ήρωές της, ή σαν ένα κακομαθημένο παιδί, κατανόηση και αγάπη.


Διαβάστε ακόμη: