Η ταινία είναι βασισμένη στο best seller του Ρόμπερτ Μ. Εντσελ, «The Monuments Men: Allied Heroes, Nazi Thieves, and the Greatest Treasure Hunt in History», αλλά με την προσωπική σφραγίδα του Τζορτζ Κλούνεϊ, ο οποίος άλλωστε δήλωσε ότι προσπάθησε με κόπο να συνδυάσει τα πραγματικά γεγονότα και το δράμα, με μια διακρικά κωμική ατμόσφαιρα. Σύμφωνα με την επίσημη σύνοψη της ταινίας, το «The Monuments Men», βασισμένο στην πραγματική ιστορία του μεγαλύτερου κυνηγιού του χαμένου θησαυρού στην ιστορία, είναι μια περιπέτεια δράσης που παρακολουθεί ένα διαφορετικό στρατιωτικό τάγμα στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο που πηγαίνει στη Γερμανία για να διασώσει αριστουργήματα της Τέχνης από τους λωποδύτες Ναζί και να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους. Η αποστολή τους μοιάζει ανέφικτη: τα έργα τέχνης είναι παγιδευμένα στη γραμμή του πυρός κι ο γερμανικός στρατός έχει εντολές να καταστρέψει τα πάντα με την πτώση του Ράιχ, οπότε πώς μπορεί αυτή η ομάδα - επτά διευθυντές μουσείων και ιστορικοί τέχνης, πιο εξοικειωμένοι με τον Μικελάντζελο παρά με τα M1 - να ελπίζει ότι θα τα καταφέρει; Αλλά καθώς οι Monuments Men, όπως αποκαλούνται, μάχονται ενάντια στο χρόνο για ν' αποφύγουν την καταστροφή μιας χιλιετίας πολιτισμού, ρισκάρουν τις ζωές του για να προστατεύσουν και να υπερασπιστούν κάποια από τα σπουδαιότερα επιτεύγματα της ανθρωπότητας.

Μια συναρπαστική αληθινή ιστορία, ένα πραγματικά αξιοζήλευτο καστ κι ένας σκηνοθέτης που έχει δείξει στο παρελθόν ικανός να χειριστεί με ευκολία τόσο την πλευρά του σινεμά που στοχεύει στο πλατύ κοινό και την διασκέδαση, όσο και αυτή που κρύβει κάτι πιο βαθύ κάτω από την επιφάνειά του.

Κι αυτή η ιστορία, μιας ομάδας Αμερικάνων ανθρώπων της τέχνης, καθηγητών, αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών, συλλεκτών που εν μέσω του Β Παγκόσμιου Πολέμου και της προέλασης των συμμάχων καλούνται να βρουν, να αναγνωρίσουν και να επανακτήσουν εκατοντάδες χιλιάδες κλεμμένα έργα τέχνης από τους Ναζί, θα μπορούσε να έχει κάτι παραπάνω να πει..

Μόνο που ο Τζορτζ Κλούνεϊ προτιμά να πει το κυριολεκτικά, βάζοντας τον ήρωα που υποδύεται ο ίδιος, τον ιστορικό τέχνης Φρανκ Στάουτ (έναν χαρακτήρα βασισμένο στον αληθινό καθηγητή του Χάρβαρντ Τζορτζ Στάουτ), να εξηγεί σε δύο διαφορετικούς προέδρους της Αμερικής τον Ρούζβελτ και τον Τρούμαν, το γιατί η σωτηρία αυτών των έργων τέχνης έχει σημασία.

Οφείλεις να αναγνωρίσεις στην ταινία πως, εκτός από τους δύο προέδρους, κατορθώνει να πείσει και το κοινό για τους λόγους που μια ομάδα μεσήλικων κι όχι ακριβώς έτοιμων για πόλεμο ανδρών, είναι πρόθυμοι να δώσουν την ζωή τους για την σωτηρία της τέχνης. Και πιθανότατα το κοινό της Ευρώπης να μην χρειαζόταν το λογύδριο του Κλούνεϊ για το πως το μεγαλείο της ανθρωπότητας, η κληρονομιά της, η επιβεβαίωση του μεγαλείου της, της ίδιας της ύπαρξής της, επιβιώνει σε αυτούς τους πίνακες. Αλλά από την άλλοι αρκετοί από το μεγάλο κοινό στο οποίο στοχεύει το φιλμ πίσω στην Αμερική να μην αντιλαμβάνονταν ακριβώς την σημασία των πράξεων των ηρώων του.

Ενα από τα προβλήματα του φιλμ όμως, είναι πως ακόμη και το μεγάλο κοινό που θέλει απλά να δει μια ταινία με τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Ματ Ντέιμον, μάλλον θα απογοητευθεί από αυτή την υπερβολικά χαλαρή εξιστόρηση των γεγονότων, που δεν καταφέρνει ποτέ να γίνει ούτε ιδιαίτερα περιπετειώδης ούτε πάντα αρκετά αστεία. Δεν είναι ότι δεν περιλαμβάνει ενδιαφέρουσες στιγμές, κάποιους αστείους διαλόγους, ακόμη και μερικά λεπτά ειλικρινούς συγκίνησης, όμως ανάμεσά τους μεσολαβούν διαλείμματα όπου τίποτα ενδιαφέρον δεν συμβαίνει, όπου απλά η ιστορία μεταφέρεται από το ένα στιγμιότυπο στο άλλο, από αποσπασματικές σκηνές που δεν συνδέονται πετυχημένα με την συνολική αφήγηση κι όπου περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο νιώθεις ότι θα μπορούσαν να απουσιάζουν.

Και στην πραγματικότητα, σε όλη την διάρκεια της ταινίας, παρ΄ ότι κάθε προσοχή έχει δοθεί στην αναπαράσταση της εποχής, στα ειδικά εφέ και στην εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας από τον Φαίδωνα Παπαμιχαήλ, δυσκολεύεσαι να δεις τους πρωταγωνιστές ως τους ήρωες που υποδύονται, αφού ελάχιστα κατορθώνουν να σβήσουν από την οθόνη τον Κλούνεϊ, τον Ντέιμον, τον Μάρεϊ, τον Ντιζαρντέν. Το ότι οι περισσότεροι από αυτούς -με πρώτους τον Μπομπ Μπάλαμπαν και τον Μπιλ Μάρεϊ φλερτάρουν με την καρικατούρα σε μια σειρά από ανεκδοτολογικά στιγμιότυπα, καθόλου δεν βοηθά.

Και είναι αληθινά κρίμα γιατί η ταινία έχει όλα όσα θα χρειαζόταν ένα φιλμ για να σε κάνει το αγαπήσεις. Μια ιστορία με ουσία, το στοιχείο της περιπέτειας, καλές προθέσεις, τον αέρα μιας αφήγησης που φλερτάρει με το κλασσικό -αν και η αλήθεια είναι πως καταλήγει μάλλον ανέμπνευστα παλιομοδίτικη.

Και ναι, το «Monuments Men» δεν είναι σε καμιά περίπτωση μια κακή ταινία, όμως όχι απλά δεν είναι ένα από εκείνα τα έργα που σαν οι ήρωες του φιλοδοξούν να σώσουν στην αιωνιότητα, αλλά δεν έχει καν την σπιρτάδα και την απόλαυση που θα μπορούσε να προσφέρει μια «ποπ» ταινία για εφήμερη μα εξίσου χρήσιμη διασκέδαση.