Δεν πα’ να συσκέπτονται κάθε δεκαετία οι ορκισμένοι φαν του Τζέιμς Μποντ ποιος θα’ ταν ο καταλληλότερος βιέ πρεμιέ ως ο καινούργιος 007! Στο κινηματογραφικό φραντσάιζ των «Επικίνδυνων Αποστολών», θέμα τέτοιο δεν τίθεται. Ιθαν Χαντ ήταν και είναι ο Τομ Κρουζ, εδώ και 22 χρόνια. Και θα είναι και για τα επόμενα 22, ως φαίνεται. Δεν τον πτοεί που πάτησε τα 56. Ούτε που φεύγει με ραγισμένο τον αστράγαλο από τα γυρίσματα επειδή δεν κέντραρε καλά στον πήδο στην απέναντι ταράτσα.

Βέβαια, ο αείμνηστος Ρότζερ Μουρ είχε φθάσει τα 58 όταν κατέβασε ρολά ως Μποντ στο «Επιχείρηση Κινούμενος Στόχος», το 1985. Μόνο που εκείνος βολευόταν κατά κανόνα με το να στέκεται με σμόκιν και λυγισμένα τα γόνατα και να πυροβολεί. Ούτε πήδαγε –ο ίδιος- από σκεπές, ούτε έτρεχε σαν σπρίντερ, ούτε κρεμόταν από βράχια όπως ο Κρουζ. Ούτε σε sky diving επιδιδόταν στ’ αλήθεια, ούτε μηχανές καβάλαγε ανάποδα στα Ηλύσια Πεδία, όπως κάνει ο Κρουζ εδώ, στην έκτη κατά σειρά «Αποστολή» του. Αυτά ήταν για τους κασκαντέρ και μόνο.

Σπουδαίος ηθοποιός δεν υπήρξε ποτέ ο πάλαι ποτέ «πρωτάρης» των πονηρών μπίζνες, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές του να αποδείξει το αντίθετο σε συνεργασίες με Στόουν, Σκορσέζε, Τζόρνταν ή Κιούμπρικ, ή με αβανταδόρικους β’ ρόλους σε ταινίες σαν τη «Μανόλια» ή το «Rock of Ages» (η καλύτερη ερμηνεία του, κατά τον υπογράφοντα, παραμένει στον «Πόλεμο των Κόσμων» του Σπίλμπεργκ). Επιπλέον, πάντα έβγαζε τον εγγενή σε κάθε ηθοποιό ναρκισσισμό. Προφανέστατα, συνειδητοποίησε το πρώτο, την ανεπάρκεια. Και αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον δεύτερο, και τη ματαιοδοξία που επισύρει, προς όφελός του. Παιχνιδιάρικα και με μια ελαφρά αυτοσαρκαστική διάθεση.

Κι έχει την πλάκα του αυτό –το παιχνίδι των αντιθέτων. Γιατί την ίδια στιγμή που πας να τραβήξεις τα μαλλιά σου με όσα εξωφρενικά συμβαίνουν στη δράση, απορείς με την πιθανοφάνεια της εκτέλεσής τους. Ξέρεις πως οι τούμπες του σταρ είναι πραγματικές (το ξέρουν πλέον όλοι οι φαν της σειράς), αντιλαμβάνεσαι επίσης πως οι ψηφιακές επεμβάσεις σε αυτές τις σκηνές είναι περιορισμένες στο ελάχιστο (η καταδίωξη στους δρόμους του Παρισιού μπαίνει αμέσως σε ανθολογία του είδους). Ανάμεσα στον 007 και τον Τζέισον Μπορν, ο Ίθαν Χαντ ακροβατεί χωρίς να πέφτει. Πρόκειται για μια άκρως δημιουργική χρήση της ματαιοδοξίας.

Κι από εξωφρενικά, άλλο τίποτα. Στην «Πτώση», όπου ο κύκλος των αποκηρύξεων και των προδοσιών καλά κρατεί από τα προηγούμενα κεφάλαια των «Αποστολών», ο Χαντ και η ομάδα του παλεύουν για μια ακόμη φορά να σώσουν τον κόσμο, εδώ από πυρηνικές κεφαλές που εμπορεύεται ο έγκλειστος πρώην πράκτορας της παρακυβερνητικής IMF (Impossible Missions Force, για να μην ξεχνιόμαστε) Σόλομον Λέιν (βλέπε «Μυστικό Έθνος») και σχεδιάζει να ανατινάξει σε κομβικά μέρη του πλανήτη μέσω αινιγματικού βοηθού. Έχοντας αποτύχει σε πρώτη φάση να τις συλλέξει σε μια αποστολή στο Βερολίνο, ο Χαντ πρέπει να συνεχίσει να τις ψάχνει σε Παρίσι και Λονδίνο, διά μεσαζόντων στη μυστική αγοραπωλησία τους. Και να υπομένει τον σφίχτη που της έχει φορτώσει η CIA ως βοηθό και ελεγκτή (ο σουπερμανικός Χένρι Κάβιλ, σ’ έναν ρόλο απόλυτα εναρμονισμένο στο παιχνίδι των κοντράστων που λέγαμε).

Στην πορεία, δηλαδή στο τρέξιμο, συναντά παλιά αμόρε, καλαμπουρίζει με τους πάρτνερς Σάιμον Πεγκ και Βινγκ Ρέιμς (που, όπως εύστοχα παρατήρησε συνάδελφος μετά την προβολή, μοιάζει σα να’ χει καταπιεί αρκούδα!) και επαναλαμβάνει διαρκώς, εν όψει του ακατόρθωτου που φοβούνται οι άλλοι, πως κάτι θα σκεφτεί. Και τρέχει και προλαβαίνει, πάνω που όλα δείχνουν πως δεν… Στο μεταξύ, παρέα τρέχουν και τα twists στην πλοκή, στο φουλ.

Κι όμως, τα δέχεσαι. Εκλογικεύεται θαρρείς η καρτουνίστικη δράση. Αφενός από τον στοιχειώδη έστω ρεαλισμό που επιστρατεύει ο (νουαρικός) Κρίστοφερ ΜακΚουάρι , υπεύθυνος και για το «Μυστικό Έθνος» προ τριετίας, αφετέρου από το αποτελεσματικό πείσμα του Κρουζ να προκαλεί τις βιολογικές του αντοχές. Εν ολίγοις, χορταστικό το… τσίρκο, τέχνη πανάρχαια και πρωτίστως σωματική, που όταν τελείται «ισορροπημένα», σε καθηλώνει σαν παιδί.