Η Αννα ζει σε μια μικρή πόλη της Βόρειας Ελλάδας και ασχολείται με έναν ερασιτεχνικό θίασο στην προσπάθειά της να βρει διέξοδο από τους εφιάλτες της παιδικής ηλικίας και τη μίζερη γεμάτη ανεκπλήρωτα όνειρα ενήλικη ζωή της. Ο άντρας της κερδίζει από το τράφικινγκ -η ίδια το αγνοεί- ο πατέρας της που την κακοποιούσε στην εφηβεία της, πεθαίνει από εκφυλιστική νόσο του εγκεφάλου. Ενας νεαρός περιπλανώμενος ζωγράφος, «κυριευμένος» από τον Πανσέληνο (Βυζαντινός, του 13ου αι.), ψάχνει παντού τα έργα του. Η απομονωμένη, τραυματισμένη ώριμη γυναίκα, βρίσκει στον νεαρό άντρα την ελπίδα για ζωή και την προσωπική της αξιοπρέπεια.

Στα πρώτα μόλις δέκα λεπτά της ταινίας του Κυριάκου Κατζουράκη η κεντρική του ηρωίδα η Αννα υποδύεται ένα ρόλο σε μια πρόβα ενός θεατρικού που πρόκειται να ανέβει σε μια επαρχιακή πόλη της Ελλάδας. Ο θεατής δεν το ξέρει. Θα το μάθει λίγο αργότερα, όταν τα φώτα στο καφενείο θα ανάψουν και η Αννα θα αποκαλύψει πως απλά είπε τα λόγια μιας ηθοποιού που δεν ήταν εκεί. Καθώς απαγγέλει ένα σπαρακτικό μονόλογο, βαρύ και πονεμένο για μια γυναίκα που έχασε τα νιάτα της παντρεμένη με έναν άνδρα που ήθελαν οι γονείς της αλλά όχι αυτή, ένας από τους συμπρωταγωνιστές της στο θεατρικό θα τη διακόψει λέγοντας: «Σταμάτα πια. Πες τα ξεκάθαρα. Ασε τις εξάρσεις».

Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και στον ίδιο τον Κυριάκο Κατζουράκη, διακόπτωντας τον κινηματογραφικό του οίστρο που μοιάζει να χωράει μέσα του από τον Αγγελόπουλο και τον Δαμιανό μέχρι τον Γουίλιαμ Σαίξπηρ και από το κοινωνικό δράμα μέχρι και την κινηματογραφική ποίηση σε μια γλαφυρή αλλά και υπερβολικά υπογραμμισμένη καταγραφή της ελληνικής επαρχίας με όλη την βιαιότητα αλλά και την αθωότητα που αυτή κρύβει.

Δεν είναι μόνο η ανακολουθία ανάμεσα στις νατουραλιστικές και τις ποιητικές σκηνές που ενώνουν τις δύο ιστορίες και συνεπακόλουθα τους δύο ήρωες της ταινίας, την καταπιεσμένη σύζυγο ενός λαθρέμπορου που επιδίδεται στο trafficking, Αννα και τον καλλιτέχνη Μάνο που αναζητά εμμονικά τα έργα του ιδρυτή της Μακεδονικής Σχολής Εμμανουήλ Πανσέληνου.

Ούτε μόνο μια άρρυθμη αφήγηση που μοιράζεται ανάμεσα σε σιωπές και θορυβώδη ξεσπάσματα, σε μια προσπάθεια να «μεταφραστούν» κινηματογραφικά οι μικρές εξεγέρσεις του τίτλου.

Είναι κυρίως αυτές οι φορτωμένες εξάρσεις - που μοιάζουν να ακολουθούν κατά πόδας το νευρικό παίξιμο της άλλοτε φυσικής και άλλοτε εκνευριστικά υπερβολικής Κάτιας Γέρου - που δεν αφήνουν χώρο για μια ξεκάθαρη αφήγηση η οποία θα μπορούσε να χτιστεί με κέντρο την ερωτική ιστορία δύο αταίριαστων ανθρώπων, αναδεικνύοντας την κοσμική ανάγκη για προσωπικές μικρές επαναστάσεις - τις μόνες που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο.

Είναι ξεκάθαρο πως ο Κατζουράκης (ζωγράφος και ο ίδιος) διαθέτει ένα βλέμμα που καταφέρνει να απομονώσει στιγμές, εικόνες και συναισθήματα κινηματογραφημένα με μια αμεσότητα, καθώς πλησιάζει με την κάμερα τα πρόσωπά του για να κοιτάξει βαθιά στα τραύματά τους και να ελευθερώσει τα πάθη τους.

Οταν όμως από τη μέση της ταινίας του τα αφήνει ανεξέλεγχτα να σκεπάζουν την ιστορία, φορτώνοντάς αχρείαστα την αφήγησή του με μια σκηνή αναφορά στον «Βασιλιά Ληρ» και έχοντας πια χάσει το ενδιαφέρον του θεατή για δύο ήρωες συναρπαστικούς στη σύλληψή τους αλλά μονοδιάστατους στην ανάπτυξή τους, το μόνο που μένει μετά τους τίτλους τέλους είναι μια διάχυτη μελαγχολία.

Αυτή που - ειρωνικά, αν και η ταινία είναι του 2009 - επικρατεί κρατούσα στην Ελλάδα του 2013 και αυτή για ένα σινεμά που όσο και να θέλει να διατηρήσει τους δεσμούς του με το παρόν και έχει, αν και ελάχιστους, λόγους να νιώθει σημερινό, μοιάζει πλέον ξεπερασμένο.