Η Ιρένε ήταν σπουδάστρια Ιατρικής. Χωρίς να το έχει ομολογήσει στον χήρο πατέρα της τα έχει παρατήσει. Με έναν πρώην σύντροφό της γιατρό έχουν στήσει μία παράνομη ακτιβιστική δραστηριότητα: εξυπηρετούν ασθενείς που πάσχουν από χρόνιες εφκυλιστικές αρρώστιες να δώσουν τέρμα στη ζωή τους. Τα βήματα είναι ξεκάθαρα και η «Μιελ» (το ψευδώνυμο της Ιρένε στους ασθενείς είναι «Μελένια») τα εκτελεί με ψυχραιμία και εξαιρετική προσοχή στην λεπτομέρεια: αγοράζει από το Μεξικό φάρμακα που κοιμίζουν ζώα, εξηγεί αναλυτικά σε ασθενείς και συγγενείς τι πρέπει να κάνουν και πότε, δεν επιτρέπει περιθώρια ηθικού ή πρακτικού λάθους. Μέχρι που κάνει η ίδια ένα: πουλάει το φάρμακο και τη διαδικασία σ' έναν ηλικιωμένο αρχιτέκτονα, ο οποίος αργότερα της αποκαλύπτει ότι δεν νοσεί από κάτι - εκτός από τα εκδικητικά, καταθλιπτικά γηρατειά του. Η μέχρι τότε ξεκάθαρη Ιρένε κλονίζεται. Προσπαθώντας να πάρει πίσω το φάρμακο, μία παράξενη φιλία αναπτύσσεται ανάμεσα τους. Ποιος θα βοηθήσει ποιον;

Η Βαλέρια Γκολίνο, βασιζόμενη στο μυθιστόρημα του Μάουρο Κοβάβιτς «A Νome Τuo»), χειρίζεται με χειρουργική ακρίβεια τις ηθικές και συνεπειοκρατικές κακοτοπιές ενός τέτοιου θέματος. Πλάθοντας την Ιρένε/Μιελ ως ένα δυναμικό, αθλητικό αγοροκόριτσο (θυμίζει εξαιρετικά σε στιγμές την περσόνα της «Λίσμπεθ» από «Το Κορίτσι με το Τατουάζ»), η ηρωίδα της μας καθοδηγεί στα δεδομένα της πράξης, με αμεσότητα και χωρίς πονηρούς συναισθηματικούς χειρισμούς. Οι διάλογοί της για το δικαίωμα στο θάνατο, ιδιαίτερα με τον ηλικιωμένο νέο φίλο της, κρατιούνται στο μίνιμουμ, εμπεριέχουν ωμές αλήθειες, ακόμα και χιούμορ.

Η κάμερα της Γκολίνο στέκεται περισσότερο πάνω στην ηρωίδα της, επιχειρώντας, πολύ σωστά, να πλάσει μία ταινία χαρακτήρα και να αφήσει τα συμπεράσματα στον κάθε θεατή ξεχωριστά. Η Ιρένε βουτά στα κύμματα κάθε πρωί, ποδηλατεί με ορμή στην παραθαλάσσια πόλη της, ή κάνει σεξ με τον παντρεμένο σύντροφό της. Ενα κορίτσι δυνατό, που σφίζει από ζωή, αλλά ταυτόχρονα δε ζει: δεν δένεται με τίποτα και κανέναν, σπάνια βγαίνει έξω εκτός δουλειάς, νιώθει κρίσεις πανικού και πιστεύει ότι κάτι δεν πάει καλά με την καρδιά της. Κι έχει δίκιο, αλλά το πρόβλημα δεν είναι οργανικό. Χρειάζεται να αντιμετωπίσει το θάνατο για να το καταλάβει.

Αυτή η τακτική οδηγεί σε ένα σινεμά παρατήρησης, στο οποίο η αφήγηση δεν είναι αρκετά δεμένη και δυνατή. Αυτό δεν μας πειράζει ιδιαίτερα. Αλλο είναι το πρόβλημα. Οπως κάθε πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, η Γκολίνο υποκύπτει σε μία γοητευτική κινηματογραφική παγίδα: να μπουκώσει την ταινία της με σκηνοθετικά κόλπα που έχει δει στο σινεμά που αγαπά. Για αυτό και αρκετές σκηνές κινηματογραφικού λυρισμού είναι εντελώς άχρηστες, μπουκωμένες με τραγούδια των The Shins, Τομ Γιορκ, Ντέιβιντ Μπερν για να υπογραμμίσουν το συναίσθημα, κι αυτό της καταλογείται τελικά ως σκηνοθετική ανωριμότητα. Χωρίς περιττές τέτοιες καλλιγραφίες η ταινία θα ήταν πιο στοχευμένη και δυνατή.

Στο σύνολό του όμως το αποτέλεσμα είναι αξιέπαινο και η επιλογή της γενναία.