Δύο σαραντάρηδες ξεκινούν ένα ταξίδι δρόμου για να αναζητήσουν την «ωραία του σχολείου» τους, που οι φήμες θέλουν να έχει γίνει μοναχή κάπου στην Ηλεία. Στην ουσία, ψάχνουν τον παλιό τους εαυτό, τα χαμένα όνειρα, τη χαμένη χαρά. Είναι εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Ο «Κουστώ» είναι ένας 40άρης που έβαλε λουκέτο στη βιοτεχνία που κληρονόμησε από τον πατέρα του όταν ήταν μικρός, παρατώντας τις δικές του φιλοδοξίες να γίνει ωκεανολόγος. Ο Ρίκος είναι τυπικός νεοέλληνας: οικογενειάρχης, πατέρας αλλά κι αμετανόητος χαβαλές, μπήχτης – λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και οι γκόμενες. Ομως και καλός φίλος: όταν βλέπει τον κολλητό του να περνάει κρίση μετά τη χρεοκωπία του, εγκαταλείπει τα πάντα για ένα τριήμερο για να φύγουν μαζί αυτό το ταξίδι. Και λένε όσα δεν είχαν πει μια ολόκληρη ζωή...

Ο Βαγγέλης Σεϊτανίδης («Αιώνιος Φοιτητής», «H Εύκολη Λία», «Το Ετερον Ημισυ») σκηνοθετεί μία ανδρική κομεντί στα πρότυπα των αγαπημένων buddy movies του αμερικανικού ανεξάρτητου σινεμά. Ακόμα και μέσα από την υπερβολή κάποιων διαλόγων, ή κι αν δεν αποφεύγονται κάποιες καταστάσεις που φλερτάρουν με το κλισέ, η τρυφερή, κωμική ματιά του στους ήρωες καταφέρνει να χτίσει με επιτυχία δύο χαρακτήρες που αναγνωρίζουμε. Και μία Ελλάδα που ξέρουμε.

Μπορεί η κρίση να μην είναι ποτέ στο πρώτο πλάνο της ταινίας (δεν εστιάζει ποτέ εκεί ο σκηνοθέτης) αλλά τα αποτελέσματά της (ευνουχισμένα αρσενικά ή αμεταννόητα λαμόγια) είναι εμφανή. Και δεν εννοούμε την οικονομική κρίση, ούτε την τόσο αγαπημένη του σινεμά «κρίση ηλικίας». Ο Σεϊτανίδης μοιάζει να επανεξετάζει τις δομές και τις ιδέες που έχουν ανδρώσει τους συνομήλικούς του στην Ελλάδα των τελευταίων 30 χρόνων. Και πώς αυτό τώρα αφήνει τους πάντες - κατεστραμμένη χώρα και κατοίκους, στην μέση του δρόμου. Να πρέπει να αποφασίσουν για το αν θα κοιτάξουν πίσω και θα βρουν το κουράγιο να προχωρήσουν μπροστά.

Το δίδυμο Θοδωρή Αθερίδη και Δημήτρη Ημελλου είναι το μεγάλο πλεονέκτημα της ταινίας. Ο Αθερίδης σ' έναν κόντρα, πιο εσωστρεφή ρόλο από ό,τι τον έχουμε συνηθίσει κρατά στιβαρές ισορροπίες απέναντι σ' έναν Ημελλο που, με τόλμη και ρίσκο, δίνει ρέστα: αποτυπώνει τον κατεργαράκο νεοέλληνα, το χαρακτήρα που κανονικά απεχθάνεσαι (ειδικά στις μέρες μας) με γοητευτικό θράσος, παιχνιδιάρικη διάθεση αλλά και προσεγμένες λεπτομέρεις που σπάνε τα κλισέ.

Σκηνοθετικά, ο Σεϊτανίδης επιχειρεί και καταφέρνει να σπάει την προβλέψιμη χιλοιειπωμένη φόρμα της ελληνικής κωμωδίας, προσγειώνοντάς μας στην μέση κάθε σκηνής. Πιάνουμε τους δύο ήρωες πάντα εν κινήσει. Στην μέση της κουβέντας τους, χωρίς επεξηγήσεις, χωρίς μασημένη τροφή στο στήσιμο των καταστάσεων. Αυτό σταδιακά προσφέρει αμεσότητα και οικειότητα με τους χαρακτήρες. Το mcguffin της ιστορίας (η ωραία του σχολείου και πώς η ανάμιξή της με τον υπόκοσμο αποτυπώνεται στην ταινία) θα μπορούσε και να λείπει. Ο τόνος αλλάζει, ο άξονας φεύγει για λίγο από τη σχέση των δύο αντρών και όταν οι φίλοι ξαναβρίσκονται στο αυτοκίνητό τους στο δρόμο συνειδητοποιείς ότι σου έλειψαν. Δε χρειαζόσουν κανένα εύρημα, καμία ανατροπή στην υπόθεση. Ηθελες απλά να συνεχίσουν το ταξίδι τους με εσένα στο πίσω κάθισμα: να παρατηρείς με χαμόγελο και ανθρωπιά τις διαπιστώσεις τους για τη ζωή και τη φιλία τους και να κρυφακούς τι επιτέλους λένε οι άντρες... με χωρίς γυναίκες.

Δείτε εδώ τον Βαγγέλη Σεϊτανίδη να μιλάει στην κάμερα του Flix για το «Με Χωρίς Γυναίκες».