Ο Στράτος Μαρκίδης έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να δημιουργήσει ένα εισπρακτικά επιτυχημένο, αλλά αμφίβολης (για να το θέσουμε διακριτικά) ποιότητας καλλιτεχνικά, σερί από remakes ελληνικών ταινιών της δεκαετίας του 50 και του 60, της επονομαζόμενης από πολλούς χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Μετά τους «Γαμπρούς της Ευτυχίας», τον «Κλέαρχο, την Μαρίνα και τον Κοντό» και τον «Θησαυρό (του Μακαρίτη)», φέτος ήρθε η σειρά της «Κυρίας του Κυρίου» να υποστεί (με όλες τις πιθανές έννοιες και διαστάσεις) αυτόν τον ιδιότυπο εκμοντερνισμό, που κάθε άλλο παρά μοντέρνος είναι, αλλά μοιάζει με ένα παρωχημένο αναμάσημα όλων των κλισέ και των κακώς κειμένων της νεοελληνικής ιδιοσυστασίας.

Κι αν η ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη βασιζόταν κυρίως στη χαρισματική παρουσία του Ντίνου Ηλιόπουλο, αλλά και στο καλοκουρδισμένο κωμικό timing του ομωνυμου θεατρικού του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβειου Βασιλειάδη, και πλέον φαντάζει ως άλλο ένα νοσταλγικό δείγμα μιας πιο ανέμελης κι αθώας εποχής, η τοποθέτηση του κεντρικού σεναριακού άξονα στη σύγχρονη εποχή της οικονομικής και κυρίως ηθικής κρίσης μετατρέπεται σε έναν κακόγουστο και τελικά εξοργιστικό ύμνο στη λαμογιά και τη μίζα, δοξάζοντας κι εξωραϊζοντας τελικά αυτά που προσπαθεί να στηλιτεύσει.

Ο δανεισμένος από τη διαβόητη πλέον ατάκα του Θεόδωρου Πάγκαλου προϊδεάζει για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.

Ο Σωτήρης (ή μάλλον Σωτηράκης, για συγγενείς και φίλους) Παπακώστας εργάζεται ως υπεύθυνος προμηθειών στο νεοσύστατο Οργανισμό Ανάπτυξης Έργων και Υποδομών, τοποθετημένος σε μια τόσο καίρια θέση λόγω της εντιμότητάς του (κι αν κρίνουμε από την ταινία όχι λόγω της εξυπνάδας του), η οποία υποτίθεται πως εγγυάται ότι σ’ αυτό το νέο Οργανισμό δεν θα υπάρξουν τα γνωστά σκάνδαλα που ταλανίζουν την πολιτική ζωή της χώρας. Είναι μάλιστα τόσο έντιμός και ευσυνείδητος υπάλληλος, που ζει σχεδόν στα όρια της φτώχειας, αρκούμενος στον πενιχρό μισθό του. Η γυναίκα του Γκέλλυ έχει συμβιβαστεί με τις αρχές του άντρα της παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση της οικογένειας, την κόρη που γκρινιάζει επειδή θέλει smart phone και τα κόκκινα δάνεια που απειλούν να τους πετάξουν έξω από το διαμέρισμα που έχουν αγοράσει. Ο πειρασμός θα εμφανιστεί με τη μορφή των προϊσταμένων του άντρα της, οι οποίοι την πείθουν να υποδεικνύει εμμέσως στον Σωτήρη δικούς τους εργολάβους και προμηθευτές στα δημόσια έργα που προκηρύσσονται, με το αζημίωτο φυσικά. Η Γκέλλυ δέχεται (μετά από ηθικούς ενδοιασμούς, αλίμονο) κι αναλαμβάνει με διάφορά γυναικεία κόλπα να επηρεάζει τον Σωτηράκη προκειμένου αυτή να εισπράττει πλούσιες μίζες εν αγνοία του. Στην ιστορία θα εμπλακούν δύο όχι και τόσο τσακάλια δημοσιογράφοι, οι οποιοι θα προσπαθήσουν να ξεσκεπάσουν το σκάνδαλο, κι όταν όλα κάποια στιγμή νομοτελειακά αποκαλυφθούν, όλα θα εξαρτηθούν από την απόφαση του Σωτηράκη: θα παραμείνει πιστός στις αρχές του ή θα υποκύψει, επιβεβαιώνοντας τελικά ότι, όντως, μαζί τα φάγαμε;

Εχοντας ως δεδομένο τις προηγούμενες δουλειές του σκηνοθέτη, δεν περιμέναμε ούτε μια εμβριθή ανάλυση των αιτιών της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής διαφθοράς, ούτε φυσικά πνευματώδεις διαλόγους και λεπτό χιούμορ, αλλά έστω κάποιες κωμικές στιγμές ή μερικές νύξεις ή ψήγματα σάτιρας. Το τελικό αποτέλεσμα, ωστόσο, όχι μόνο δεν είναι αστείο (εκτός αν κάποιος βρίσκει ξεκαρδιστική την -ενδεικτική- στιχομυθία -Από πού βγαίνει το Γκέλλυ; -Από το τσιγκέλι), αλλά σε σημεία γίνεται προσβλητικό, ρατσιστικό και ομοφοβικό. Η κουτοπονηριά, ο ωχαδερφισμός και η διαπλοκή όχι μόνο δεν καυτηριάζονται, αλλά καταλήγουν να εξυμνούνται, χαρακτήρες απλούστατα δεν υπάρχουν και όλοι οι ήρωες είναι καρικατούρες που προσπαθούν ανεπιτυχώς να ενσαρκώσουν μονοδιάστατα, τελικά, στερεότυπα.

Κι αν το χιούμορ είναι σε τελική ανάλυση υποκειμενικό και βρίσκεται εκτός ηθικής, όπως είχε πει κάποτε, σε εποχές μη πολιτικής ορθότητας, ο Μίλαν Κούντερα, δεν παύει να είναι πάντοτε δείκτης του αισθητικού κριτηρίου τόσο του πομπού, όσο και του δέκτη του αστείου, με απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση αυτό το τελευταίο να υπάρχει. Ταινίες, όπως το «Μαζί τα Φάγαμε» του Στράτου Μαρκίδη θέτουν σε δοκιμασία, όχι μόνο τα λόγια του Τσέχου συγγραφέα, αλλά και τα όρια της αισθητικής και κυρίως την ίδια την έννοια του αστείου. Οσο όμως «αυτά θέλει ο κόσμος», αυτή η κακόγουστη νεκρανάσταση ταινίων του παλιού και (στη συνείδηση του περισσότερου κόσμου) κλασικού ελληνικού κινηματογράφου θα συνεχίζεται.